Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος...

logos.arnion.gr

† π. Σεραφεὶμ

† Ἱερομόναχος Σεραφεὶμ Δημόπουλος.

 

π. Σεραφεὶμ Δημόπουλος

(1937-2008),

Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης.

 

Σύντομη βιογραφία

Η ΖΩΗ ΤΟΥ

Ὁ π. Σεραφείμ Δημόπουλος γεννήθηκε τό 1937 στό Ἡράκλειο Κρήτης, ὅπου καί ἔζησε μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν. Οἱ γονείς του, Κωνσταντῖνος καί Εἰρήνη, εὐλαβεῖς χριστιανοί, εἶχαν ἑφτά παιδιά, καί ὁ Χρῆστος – αὐτό ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα - ἦταν ὁ δευτερότοκος γιός τους.

Ἀπό τόν πατέρα του καταγόταν ἀπό τή Σμύρνη καί ἡ οἰκογένειά του εἶχε σχέση μέ τόν ἐθνομάρτυρα ἐπίσκοπο Σμύρνης Χρυσόστομο Καλαφάτη. Ἀπό μικρός εἶχε κλίση στήν ἱεροσύνη καί γιά τό λόγο αὐτό σπούδασε Θεολογία στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, παρά τήν παρότρυνση στενοῦ συγγενικοῦ του προσώπου νά σπουδάσει στό Πολυτεχνεῖο. Ἡ μητέρα του Εἰρήνη φρόντιζε νά ἀναθρέψει τά παιδιά της «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Ἔτσι ὁ μικρός Χρῆστος μέ τή φροντίδα της ἐκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή στόν ἱερό ναό Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος καί παρακολουθοῦσε τά μαθήματα τοῦ κατηχητικοῦ σχολείου στήν ἁγία Αἰκατερίνη. Ἐνῷ τά ἀδέλφια του καί οἱ συνομήλικοί του μετά τό σχολεῖο καί τόν ἐκκλησιασμό τό ἔριχναν στό παιχνίδι, ὅπως συνήθως συμβαίνει μέ τά παιδιά, ὁ μικρός Χρῆστος ἀσχολοῦνταν περισσότερο μέ τό διάβασμα καί τήν πνευματική του συγκρότηση. Ὡς φοιτητής ἦταν ἐπιμελής. Τά καλοκαίρια δέν κατέβαινε στό Ἡράκλειο ἀλλά ἐπισκεπτόταν διάφορα μοναστήρια γιά πνευματική κατάρτιση, μελέτη καί περισυλλογή. Ἀναπαυόταν ἰδιαίτερα στό μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Σεραφείμ Λιβαδειᾶς καί στό μοναστῆρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, πού διακρινόταν γιά τήν ἀσκητική βιοτή τῶν μοναχῶν του. Ἐκεῖ συνδέθηκε μέ τόν π. Φιλόθεο Ζερβάκο καί μαθήτευσε κοντά του.

Ἀργότερα συνέχισε τή μαθητεία του στό Ἅγιον Ὄρος κοντά στόν π. Γεώργιο, ἕνα Σέρβο ἀσκητή, μιά ἁγιασμένη ψυχή, ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε, ὅπου διδάχτηκε καί καλλιέργησε τή νοερά προσευχή.

 

ΣΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

            Διακαής εὐσεβής πόθος ἐκ νεότητός του ἦταν νά διακονήσει τόν Κύριο ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο. Ἔτσι μετά τήν ἐκπλήρωση τῶν στρατιωτικῶν του ὑποχρεώσεων πρός τήν πατρίδα ἐπέστρεψε στήν Κρήτη καί ἐντάχθηκε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, γιά νά ὑπηρετήσει τό Χριστό ὡς στρατιώτης τῆς οὐρανίου βασιλείας.

Τό 1965 χειροτονήθηκε διάκονος καί τό 1966 πρεσβύτερος ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Κισσάμου καί Σελίνου κ. Εἰρηναῖο καί κατά τή χειροτονία του ὀνομάστηκε Σεραφείμ, ἐπειδή εὐλαβεῖτο τόν ἅγιο Σεραφείμ τόν Δομβοΐτη (6 Μαΐου) ἀλλά καί τόν ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (2 Ἰανουαρίου), στίς μνῆμες τῶν ὁποίων τελοῦσε Θ. Λειτουργία.

Στή Λάρισα ἦρθε τό 1969, ὅπου καί παρέμεινε μέχρι τό τέλος τῆς ζωής του. Ἀπ’ ὅπου πέρασε ἄφησε τό ἄρωμα τῆς ἁγιότητός του ἀπό τά νεανικά του ἀκόμα χρόνια. Τό ἔργο του ὑπῆρξε πλούσιο καί πολύπλευρο.

Ἀσχολήθηκε μέ τήν ποιμαντική τῶν φυλακισμένων, τήν ἐνίσχυση τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, τό κήρυγμα, τήν ἱερά ἐξομολόγηση, τή συγγραφή.

Ἵδρυσε τόν ὀρθόδοξο χριστιανικό σύλλογο «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος» μέ ἕδρα τή Λάρισα (Δαόχου 36) μέσω τοῦ ὁποίου ἀσκοῦσε τό πλούσιο κοινωνικό, φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό του έργο.

 

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Ἀπό τά πρῶτα μελήματά του ὅταν ἦρθε στή Λάρισα ἦταν ἡ ἵδρυση καί λειτουργία οἰκοτροφείου γιά μαθητές Γυμνασίου, γιά φτωχά παιδιά πού ἔρχονταν στήν πόλη νά μάθουν γράμματα. Ἀρκετοί ἀπό αὐτούς εἶναι σήμερα ἐπιστήμονες. Ὅσοι γεύτηκαν τήν εὐεργεσία πού τούς προσέφερε τότε στά καθοριστικά γιά τήν μετέπειτα πορεία τους χρόνια τόν θυμοῦνται μέ πολλή εὐγνωμοσύνη. Τό φιλανθρωπικό του ἔργο δέν περιορίστηκε μόνο σέ μαθητές. Ἐπεκτάθηκε σταδιακά σέ ὅλες τίς ἐνδεεῖς κοινωνικές ὁμάδες καί μετά τό 1992 στούς ἀλλοδαπούς. Τόν ἐνδιέφερε πρωτίστως ὁ ἔσω ἄνθρωπος, φρόντιζε ὅμως καί γιά τίς βασικές ἀνάγκες τοῦ σώματος. Ἔδινε ὅ,τι εἶχε σ’ ὅσους τόν ἐπισκέπτονταν, ἔστελνε βοήθεια στά σπίτια, ὀργάνωσε σταθμούς ἐφοδίων στήν πόλη καί σέ γύρω χωριά, ἀπ’ ὅπου μποροῦσαν ἐκεῖνοι πού εἶχαν ἀνάγκη νά προμηθεύονται τά χρειώδη καί τά ἀπαραίτητα πρός τό ζῆν. Γιά τόν ἑαυτό του δέν κρατοῦσε τίποτε. Τόν μισθό του ὡς κληρικοῦ τόν διέθετε ὅλο γιά τίς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων, γι’ αὐτό καί κάποιοι τόν ἀποκαλοῦσαν «ἀρχιεπίσκοπο τῶν φτωχῶν». Ὁ ἴδιος ζοῦσε ἀσκητικά, ἀσκητικότατα. Ἀπό τό 1990 περίπου πού ἐγκαταστάθηκε στό καλύβι του πίσω ἀπό τίς δικαστικές φυλακές τῆς Λάρισας τίς λίγες ὧρες πού ἐπέτρεπε «ὕπνον τοῖς βλεφάροις» του καί ἀνέπαυε τό σῶμα του δέν χρησιμοποιοῦσε κλίνη οὔτε στρωμνή. Γιά τόν ἑαυτό του ἐφάρμοζε τό πατερικό «ἀρκετόν τῷ μοναχῷ εἷς χιτών καί ἕν ὀστράκιον», ἄν καί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι οὔτε γιά τόν χιτώνα οὔτε γιά τό πιάτο του νοιαζόταν, γιατί εἶχε περιέλθει σέ κατάσταση συνεχοῦς ξηροφαγίας. Τά τελευταῖα τέσσερα χρόνια ἵδρυσε καί λειτουργοῦσε βρεφονηπιακό σταθμό, ὁ ὁποῖος φιλοξενοῦσε δωρεάν παιδιά κυρίως ἀλλοδαπῶν (Ἀλβανάκια, Ρωσάκια, Κινεζάκια, Ρουμανάκια) καί γενικά ἀσθενῶν οἰκονομικά οἰκογενειῶν.

 

«ΕΝ ΦΥΛΑΚΗ ΗΜΗΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΑΣΘΕ ΜΕ …»

Ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς μεγάλης του ἀγάπης ὑπῆρξαν καί οἱ φυλακισμένοι τῆς Λάρισας, τούς ὁποίους ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ἄφιξής του στήν πόλη μας στήριζε καί καθοδηγοῦσε ποικιλότροπα. Συχνά μετέβαινε στίς φυλακές συνοδευόμενος ἀπό πνευματικά του παιδιά καί ἐκτός ἀπό τά ροῦχα πού μοίραζε στούς φυλακισμένους τούς ἔδινε τήν εὐκαιρία νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μέ ἕνα καί μοναδικό σκοπό νά τούς ἐλευθερώσει ἀπό τήν πλάνη, τήν ἄγνοια καί τά πάθη. Λειτουργοῦσε, κήρυττε, βάπτιζε καί νουθετοῦσε. Ἐνίσχυε καί παρηγοροῦσε ἀδιακρίτως ἐθνικότητας, θρησκεύματος καί βαρύτητας τῶν παραπτωμάτων τους.

Στό πρόσωπό του οἱ φυλακισμένοι εὕρισκαν τόν σωφρονιστή, οἱ ξένοι τόν φιλόξενο, οἱ φτωχοί τόν τροφοδότη, οἱ ἐν συμφοραῖς τήν παρηγοριά, οἱ ὁδοιπόροι τόν ὁδηγό, οἱ σύζυγοι τόν συνετό σύμβουλο, οἱ θεωρητικοί τό θεολόγο, οἱ νέοι τόν παιδαγωγό, οἱ ἀδελφοί τόν φιλάδελφο.

 

ΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Τό 1978 πῆγε στήν κεντρική Ἀφρική, ὅπου ἐργάστηκε ἱεραποστολικά. Ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα προσέθεσε στήν καθημερινή του μέριμνα καί τούς ἀδελφούς τῆς μαύρης ἠπείρου. Οὐγκάντα, Τανζανία, Ἰνδία, Ἀλβανία, Σερβία, Μαδαγασκάρη συμπεριλήφθηκαν σταδιακά στίς περιοχές τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ἐνδιαφέροντος. Ἀποστολές μέ ποικίλη βοήθεια καί σεβαστά χρηματικά ποσά στέλνονταν τακτικά. Τήν καλλιέργεια τοῦ ἱεραποστολικοῦ πνεύματος σύστηνε σέ ὅλους. Πίστευε ὅτι «Ἐκκλησία χωρίς ἱεραποστολή εἶναι Ἐκκλησία χωρίς ἀποστολή».

Βάπτισε πάνω ἀπό 1.000 ἀλλοεθνεῖς, κυρίως Ἀλβανούς. Τό φτωχικό καλύβι του ἦταν κέντρο διερχομένων. Ἐκεῖ ἔβρισκαν καταφύγιο καί ἀποκούμπι ὅσοι δέν εἶχαν ἐξασφαλίσει τήν πολυπόθητη ἄδεια παραμονῆς. Ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας γνώρισε τήν ἔμπρακτη ἀγάπη του. Τακτικά ταξίδευαν φορτηγά μέ φάρμακα, ἐνδύματα, ὑποδήματα, σκεπάσματα, ἐκκλησιαστικά εἴδη καί σκεύη, μέ τόνους τρόφιμα καί ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἀναγκαῖο γιά τήν ἀνακούφιση τοῦ ἀνθρώπινου πόνου στήν Κορυτσά, τό Μπεράτι καί ἀλλοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορυτσᾶς εὐγνωμονοῦσα τόν τίμησε μέ τήν παρουσία τοῦ π. Βασιλείου στήν κηδεία του. Ἀλλά καί ἡ ἐμπερίστατη ἀπό τόν πόλεμο γειτονική Ἐκκλησία τῆς Σερβίας γνώρισε πλούσια τήν ἀγάπη του. Τό ἐνδιαφέρον του αὐτό γιά τήν ἱεραποστολή δέν ἦταν περιστασιακό. Ὑπῆρξε συνεχές καί ἀδιάπτωτο.

 

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Τό κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο εἶναι ἡ μία ὄψη τῆς δραστηριότητάς του. Παράλληλα καλλιεργοῦσε καί τό πνευματικό. Τό κήρυγμά του ἦταν χριστοκεντρικό καί ἐσχατολογικό. Σχεδόν κάθε φορά ἀναφερόταν στά ἔσχατα. «Ἡ Δευτέρα Παρουσία, ἔλεγε, εἶναι τό πιό σημαντικό γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Πιό σημαντική ἀπό τήν πρώτη. Θά κριθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, θά βασιλεύσει ὁ Κύριος, θά παύσει ἡ ἀδικία καί ἡ ἁμαρτία, θά σβήσει τό κακό καί ὁ θάνατος, θά δοξασθοῦν οἱ δίκαιοι καί οἱ ἀγωνιστές…».

Ἡ μαθητεία του κοντά σέ μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα, ὅπως ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος καί οἱ Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, προοιώνιζε καί τή δική του πνευματική πορεία. Ζοῦσε μέσα σέ ἑκούσια πτωχεία, γεμᾶτος ὅμως ἀρετές καί χαρίσματα. «Ὁ Χριστός μας, ἔλεγε, ἦταν ἀνυπόδητος καί μονοχίτων, ἔτσι πρέπει νά εἴμαστε καί μεῖς». Ἦταν δέ καί μεγάλος νηστευτής. Σπάνια μαγείρευε καί τή Σαρακοστή τήν περνοῦσε τίς περισσότερες φορές μέ τή θεία Κοινωνία, τό ἀντίδωρο καί μερικές γουλιές ἁγιασμό καί μόνον ὅταν ἦταν ἄρρωστος ἔβραζε λίγο τσάι. Ἀπό τά νεανικά του ἀκόμη χρόνια ἀπέφευγε τήν εὐχαρίστηση πού παρέχει ἡ ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Στό οἰκοτροφεῖο, ὡς φοιτητής, ἔριχνε κρυφά στάχτη στό πιάτο του γιά νά χάνει τό φαγητό τή νοστιμιά του καί νά μήν αἰσθάνεται τή γεύση του. Παρότι στό καλύβι του εἶχε μιά παλιά ξυλόσομπα δέν τήν ἄναβε. Δέν χρησιμοποιοῦσε θέρμανση οὔτε καί τίς πιό κρύες νύχτες τοῦ χειμῶνα. Μέ θερμοκρασίες ἀρκετά κάτω τοῦ μηδενός ζοῦσε χωρίς κανένα θερμαντικό σῶμα. Τό μόνο θερμαντικό γιά τόν π. Σεραφείμ ἦταν οἱ πύρινες προσευχές του. Ροῦχα καινούργια καί ἀκριβά τοῦ ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστα. Ὅλοι τόν ἤξεραν μέ παλιά καί τριμμένα ράσα. Μόνο τήν ἡμέρα τῆς κηδείας του ἐνδύθηκε μέ καινούργια ἄμφια, ράσα καί παπούτσια πού τοῦ τά φόρεσε ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στά τριμμένα ράσα του κρυβόταν ἕνας πλοῦτος αἰσθημάτων, χαρισμάτων καί ἀρετῶν. Αὐτός ὁ πλοῦτος τῶν χαρισμάτων και τῶν ἀρετῶν του τόν συνόδευσε στό ταξίδι του πρός τήν ἀγαπημένη του πατρίδα, τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἀποστρεφόταν τίς ἐπίγειες, τίς ἐφήμερες χαρές καί ἀπολαύσεις. «Ἄν γνώριζε ὁ κόσμος πόσες χαρές καί τί χαρές αἰσθάνεται ὁ ἐρημίτης, ἔλεγε, θά ἄλλαζε τρόπο ζωῆς. Δέν συγκρίνεται ἡ ζωή τοῦ ἐρημίτη μέ τή ζωή στόν κόσμο. Οἱ ἐρημῖτες εἶναι σάν τά διαστημόπλοια. Ξεφεύγουν ἀπό τήν ἕλξη τῆς γῆς. Ἐμεῖς εἴμαστε βιδωμένοι, σφηνωμένοι στή γῆ. Οἱ ἐρημῖτες ἔχουν μεγάλες χαρές, οὐράνιες. Ἔχουν γεύση τοῦ παραδείσου. Γνώρισαν ἁρπαγή στούς οὐρανούς, γι’ αὐτό καί ἐγκαταλείπουν τόν κόσμο. Γνωρίζουν πραγματικές χαρές καί ὄχι φανταστικές, ὅπως οἱ ναρκομανεῖς ἤ οἱ φιλάργυροι. Οἱ πνευματικές χαρές δέν εἶναι πρόσκαιρες καί οὔτε συγκρίνονται μέ τίς χαρές πού προσφέρουν οἱ ὑλικές ἀπολαύσεις».

Σάν πύρινες βολίδες ἀνέβαιναν στόν οὐρανό μέσα στήν ἡσυχία τῆς νύχτας οἱ προσευχές του γιά ὅλο τόν κόσμο. Γιά τούς πτωχούς, τίς χῆρες καί τά ὀρφανά, γιά τούς ναρκομανεῖς, τούς καρκινοπαθεῖς, τούς ἀλκοολικούς, γιά τούς ψυχικά ἀσθενεῖς, γιά τή νεότητα, γιά τά ζευγάρια, γιά τούς κεκοιμημένους, γιά ὅλο τόν κόσμο.

Ὡς λειτουργός ἦταν ἄριστος. Πρόσεχε τίς ἐκφωνήσεις, τήν ἀνάγνωση τῶν μυστικῶν εὐχῶν, τό βλέμμα, τό κήρυγμα. Ἀπέφευγε τά φῶτα, τίς συνομιλίες καί τίς ἄσκοπες κινήσεις. Ὅλα ἔπρεπε νά εἶναι προσανατολισμένα στό μυστήριο πού ἐπιτελοῦσε. Ἦταν πρᾶος καί ταπεινός. Ἀθόρυβος καί ἀφανής. Συγχωρητικός καί εἰρηνικός. Βίωνε καί κήρυττε λόγῳ καί ἔργῳ τήν ἀποστολική προτροπή «μετά πάντων εἰρηνεύετε».

 

ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΙΕΣ ΤΟΥ

Γρήγορα ἀπέκτησε τή φήμη τοῦ ἁγίου καί τοῦ χαρισματικοῦ. Αὐτό ὅμως τόν ἐνοχλοῦσε καί προσπαθοῦσε νά κρύβεται, νά θολώνει τά νερά μέσα ἀπό παραξενιές, πού ἄγγιζαν τά ὅρια τῆς διά Χριστόν σαλότητος. «Κακό πράγμα, ἔλεγε, νά σοῦ βγεῖ τό ὄνομα ὅτι εἶσαι πνευματικός. Δέν μπορεῖς νά κρυφτεῖς πουθενά». Γιά τό λόγο αὐτό καί πολλούς τούς ἔδιωχνε κακήν κακῶς. «Φύγετε, φύγετε, δέν ἐξομολογῶ» τούς φώναζε ἀπό τή βεράντα τῆς καλύβας του. Εἶχε σχεδόν μόνιμα κρεμασμένη μιά πινακίδα στήν αὐλόπορτά του μέ τή φράση: «Μήν ἐνοχλεῖτε. Δέν δέχομαι ἐπισκέψεις». Ἤθελε μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἀποφεύγει τούς περίεργους καί τούς ἀδιάκριτους ἐπισκέπτες. Δέν ἦταν ἰδιότροπος. Ἀναγκαζόταν νά συμπεριφέρεται ἰδιότροπα προκειμένου νά κρύψει τήν ἁγιότητά του, νά ἀποφύγει τόν ἔπαινο καί τά ἐγκώμια, τόν μεγάλο αὐτό κίνδυνο τῆς ὑπερηφανείας. Εὐλαβεῖτο καί τιμοῦσε τούς σύγχρονους ἁγίους π. Παΐσιο καί π. Πορφύριο, μέ τούς ὁποίους εἶχε ἰδιαίτερο δεσμό. Θαύμαζε τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν ἅγιο Μάρκο τόν Ἀθηναῖο, τόν ἅγιο Ἰσαάκ τό Σῦρο, τόν Ὀνούφριο, τόν Παῦλο τό Θηβαῖο, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, τά εὔοσμα αὐτά ἄνθη τῆς ἐρήμου, καί στίς μνῆμες τους τελοῦσε Θ. Λειτουργία.

 

«ΑΡΧΗ ΚΑΘΑΡΣΕΩΣ ΗΣΥΧΙΑ»

Ἦταν ἐραστής τῆς σιωπῆς καί τῆς ἡσυχίας. «Ὅταν εἶμαι ἔγκλειστος, ἔλεγε, γίνομαι ἄλλος ἄνθρωπος». Συχνά παρέμενε ἔγκλειστος γιά ἀρκετές ἡμέρες χωρίς νά ἀνοίγει σέ κανένα. Ἐφάρμοζε τό Χρυσοστομικό λόγο «κρεῖσσον γάρ ψωμός ἐν ἅλατι μετά ἡσυχίας καί ἀμεριμνίας ἤ παράθεσις ἐδεσμάτων πολυτελῶν ἐν περισπασμοῖς καί μερίμναις». Ἦταν ἕνας ἀσκητής μέσα στόν κόσμο, ἰσοστάσιος τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου.

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ

Ἦταν Τετάρτη βράδυ τοῦ Μ. Κανόνος, 9 Ἀπριλίου, στόν ἀγαπημένο του ναό, τήν Ἁγία Τριάδα, δίπλα στό Ἐπισκοπεῖο, ὅπου συνήθιζε νά τελεῖ τίς Προηγιασμένες. Μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Μ. Κανόνος ξεκίνησε ἡ προηγιασμένη θ. Λειτουργία χωρίς φωταψίες καί σέ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα. «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…». Τά εἰρηνικά· ἐκφωνήσεις καθαρές, ἤρεμες, ἀνεπιτήδευτες, ὅπως πάντα. «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου …». Βγαίνει καί θυμιᾶ τό λαό. Εἶναι ἡ τελευταία του φορά. Ἀποχαιρετᾶ τό ἐκκλησίασμα καί τά πνευματικά του παιδιά πού κατά θαυμαστή συγκυρία κατέκλεισαν τό ναό. «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι»· κρατᾶ τή λαμπάδα καί διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ εὐλογεῖ τούς πιστούς. «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν…», ἐξέρχεται τοῦ ἱεροῦ σιωπηλός κρατῶντας τά προηγιασμένα τίμια δῶρα. Ὅλο τό ἐκκλησίασμα γονατιστό. Ἀκούγεται μόνον ὁ ἦχος τοῦ θυμιατοῦ. Κοινωνικό· βγαίνει στό σολέα γιά τό τελευταῖο του κήρυγμα. Αὐτή τή φορά εἶναι ἀφιερωμένο στό παλικάρι τῆς Δημητσάνας, τόν ἐθνομάρτυρα ἅγιο Γρηγόριο τόν Ε΄, τόν παρεξηγημένο καί συκοφαντημένο νεομάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους, πού τιμᾶται τήν ἑπομένη. Μετά τήν ἀπόλυση καί ὅσο διαρκεῖ ἡ διανομή τοῦ ἀντίδωρου κρατάει μέ τά δυό του χέρια τό σταυρό καί προσέρχονται οἱ πιστοί ἕνας ἕνας γιά νά τόν προσκυνήσουν καί νά ἀσπαστοῦν ἐλεύθερα καί τό χέρι του, μιά καί αὐτή τή στιγμή δέν μπορεῖ νά τό κρύψει.

Ἀπό τήν Τρίτη 15 Ἀπριλίου ἔπαψε νά δέχεται ἐπισκέψεις. Δέν ἄνοιγε σέ κανέναν. Οὔτε καί στούς στενούς συνεργάτες του πού τόν ἐπισκέφθηκαν προκειμένου νά τόν ἐνημερώσουν γιά τήν ἀποστολή βοήθειας πρός τήν Κορυτσά. Εἶχε πάρει τό δρόμο του γιά τόν οὐρανό. Τήν Πέμπτη 17 Ἀπριλίου, αἰσθανόμενος ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγει, κατέβηκε τό πρωΐ, ξεκλείδωσε τήν θύρα τοῦ κελιοῦ καί τήν αὐλόπορτα καί ἐπιστρέφοντας ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στό κεφαλόσκαλο τῆς εἰσόδου του. Ἡ κηδεία του ἔγινε τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου στόν ἱερό μητροπολιτικό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, χοροστατοῦντος τοῦ σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἰγνατίου καί μέ τήν παρουσία ὅλων σχεδόν τῶν κληρικῶν τῆς Μητροπόλεως καί χιλιάδων λαοῦ, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐκτεθεῖ τό σκήνωμά του σέ λαϊκό προσκύνημα. Εἴθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός διά τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπερευλογημένης Μητέρας Του νά τόν κατατάξει μεταξύ τῶν ἁγίων Του καί νά ἀναδείξει ἀξίους συνεχιστές, μιμητές καί διαδόχους στό ἔργο του. Νά ἔχουμε τήν εὐχή του.

 

ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ

Τό χρόνο του τόν μοίραζε ἀνάμεσα στήν προσφορά ἀγάπης πρός τό συνάνθρωπο, τήν προσευχή καί τή συγγραφή. Ἔγραψε καί ἐξέδωκε πάνω ἀπό 40 ψυχοφελῆ συγγράμματα. Βιβλία εὐσύνοπτα, ἁπλά, κατανοητά, πού διαβάζονται εὔκολα ἀπό ὅλους, μέ μηνύματα δυνατά, τά ὁποῖα συγκινοῦν καί εὐαισθητοποιοῦν κάθε ψυχή πού ἀναζητᾶ τήν Ἀλήθεια. Μέσα ἀπό τά συγγράμματά του κήρυττε, νουθετοῦσε, στήριζε, καθοδηγοῦσε, παιδαγωγοῦσε εἰς Χριστόν.

Οἱ τίτλοι τῶν συγγραμμάτων του εἶναι:

Ἅγιος Ἡρωδίων. Ὁ νέος Ἁγιορείτης Ὅσιος

Ἀπό τό Πάθος τοῦ Κυρίου

Βίοι Ἁγίων Α (Ὁσίων καί ἀναχωρητῶν)

Βίοι Ἁγίων Β (Μαρτύρων)

Βίοι Ἁγίων Γ (Μαρτύρων καί Ἐρημητριῶν)

Γιά τούς μικρούς μας φίλους

Διά τούς Μοναχούς

Εἶσαι ἕνας νέος ἄνθρωπος;

Ἕνα κάθε μέρα (Β ἔκδοση)

Ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Β ἔκδοση)

Ἡ μεγαλυτέρα τραγωδία

Ἡ προσευχή (Β ἔκδοση)

Ἡ τιμωρία τῆς Βαβυλῶνος

Θεομητορικές ἑορτές

Κάτι σάν παραμύθια (ὑπό ἔκδοσιν)

Λαυσαϊκόν (Β ἔκδοση)

Λόγοι οἰκοδομῆς

Λόγοι οἰκοδομῆς Β

Λόγοι οἰκοδομῆς Γ

Λόγος Ἐφραίμ τοῦ Σύρου εἰς τήν Δευτέραν Παρουσίαν

Μάρκος ὁ Ἀθηναῖος

Μήπως φοβᾶσαι τόν θάνατο;

Μιά ματιά στή ρώσικη λογοτεχνία

Ὁ ἅγιος Μαδαγασκάρης Νεκτάριος (1952-2004)

Ὁ ἅγιος Νήφων πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (Γ ἔκδοση)

Οἱ ἑπτα ἐπιστολές τοῦ Θεοῦ πρός τίς ἐκκλησίες του

Οἱ ἑπτα παῖδες τῆς Ἐφέσου

Οἱ κατά Θεόν σαλοί

Οἱ μυστικοί καί ἡ διδασκαλία τους

Πέντε παραμύθια καί δύο ἱστορίες

Περί Ἀντιχρίστου

Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη

Ποιό εἶναι τό πραγματικό πρόσωπο τῆς τηλεοράσεως;

Πότε θά ἔλθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου;

Πρός ὅλο τόν κόσμο

Πρός τούς ἱερεῖς

Ρήματα ζωῆς

Σκέψεις ἐπί τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ

Τά νέα μας παραμύθια

Ταρασία, ἡ νέα μας ἁγία

Τέσσερα παραμύθια (γιά τούς μικρούς μας φίλους)

Τί εἶναι Ὀρθοδοξία; (Τά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα)

Τί θά συμβεῖ πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας

Τί μοῦ δίνει ὁ Ἰησοῦς Χριστός;

Τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς

Τρεῖς ἀναχωρηταί

 

ΜΕΡΙΚΑ ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ

 

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

«Ἡ πνευματικότης ἑνός λαοῦ φαίνεται τό καλοκαίρι ἀπό τό πώς ντύνεται ὁ κόσμος καί κυρίως οἱ γυναῖκες. Ἡ ἐξωτερική γυμνότητα πού παρατηροῦμε στίς μέρες μας εἶναι δεῖγμα τῆς ἐσωτερικῆς, τῆς πνευματικῆς γυμνότητας τοῦ ἀνθρώπου. Σήμερα εἶναι διάχυτη ἡ ἀνηθικότητα. Σέ τέτοιο βαθμό πού οὔτε στόν προχριστιανικό κόσμο δέν τήν συναντοῦμε. Ἡ κοινωνία μας εἶναι ἡ πιό διεφθαρμένη. Οἱ ἀρχαῖοι δέν ἦταν ἔτσι. Οἱ φιλόσοφοι εἶχαν ἀρχές, εἶχαν ἀρετή. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν ξεδιάντρωπα. Κανένας καθηγητής, κανένας δημοσιογράφος δέν γράφει, δέν μιλάει, ὅλοι τους ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τό χρῆμα. Ποτέ ἄλλοτε δέν λατρεύτηκε τόσο πολύ τό χρῆμα».

 

Η ΕΥΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

«Διανύουμε μιά περίοδο πού τήν χαρακτηρίζει ἡ ἐπίθεση τῆς εὐσπλαχνίας καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ πρός τό ἀνθρώπινο γένος. Σέ καμία ἄλλη ἐποχή δέν εἴχαμε τόση ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Πρόκειται γιά σκανδαλώδη εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἐποχή μας σέ σύγκριση μέ ἄλλες ἐποχές. Εἶναι ἡ τελευταία εὐκαιρία τοῦ Θεοῦ πού δίνει στόν ἄνθρωπο γιά μετάνοια.

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

«Προσευχή, προσευχή, προσευχή. Χαρίζεις 10 βιβλία καί τό ἕνα πιάνει τόπο. Δέν γίνεται προκοπή καί ἀγώνας μέ τά βιβλία. Ἡ προσευχή ἐξευμενίζει τό Θεό. Ἑλκύει τή χάρι καί τό ἔλεός Του. Λέγε συνέχεια «Κύριε ἐλέησον», «Κύριε ἐλέησον», «Κύριε ἐλέησον». «Ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Λέγε χωρίς νά σέ ἀντιλαμβάνεται κανείς. Μέσα σου, στή δουλειά, στό δρόμο, στό τραπέζι, στό κρεβάτι, ὅταν ξεκουράζεσαι, σέ κάθε ἐκδήλωση καί στιγμή τῆς ζωῆς σου. Οἱ μεγάλοι ἐρημῖτες δέν γνώριζαν Πάσχα, γιορτές, καθημερινές. Δέν εἶχαν ἀκολουθίες, εἶχαν μόνο τήν προσευχή. Μόνο μέ τήν προσευχή θά προκαλέσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Οἱ δάσκαλοι στά σχολεῖα νά διδάσκετε στά παιδιά τήν προσευχή. Δέν χρειάζονται τόσο οἱ ἀποδείξεις περί τοῦ Θεοῦ. Νά μάθουν οἱ ἄνθρωποι νά προσεύχονται. Ἡ προσευχή ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἔχει συκοφαντηθεῖ καί τήν πολεμάει τόσο πολύ ὁ διάβολος. Πολεμάει ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμο γιά τόν ἄνθρωπο».

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ

            «Νά προσεύχεσθε ἀδιάκοπα.

Νά εὐχαριστεῖτε τό Θεό γιά τά πάντα.

Νά εἶσθε χαρούμενοι.

Μήν ἀφήνετε νά κυριευθεῖτε

ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀπογοητεύσεως.

Σᾶς ἐμπιστεύομαι στό Θεό καί στήν Ὑπεραγία Μητέρα Του.

Μή φοβᾶστε τίποτε …».

 

 

 

Ἀρνίον Ἑστηκὸς...