Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος...

logos.arnion.gr

π. Πετρώνιος Προδρομίτης


Ἐκεῖνοι πού φεύγουν...

Ἱερομόναχος π. Πετρώνιος Προδρομίτης


Δικαῖος τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους
(1916-2011).

Στήν ἄκρη τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθωνος εὑρίσκεται πλησίον τῆς θαλάσσης ἕνας τεράστιος φάρος. Εἶναι ὁ νυκτερινός θαλάσσιος ὁδοδείκτης τῶν ναυτιλλομένων. Βλέποντάς τον οἱ καπετάνιοι ὁδηγοῦν καταλλήλως τά πλοῖα τους γιά νά μή πέσουν καί καταστραφοῦν στήν ξέρα, ἄνθρωποι καί τό σκάφος μαζί τους. Χιλιάδες εἶναι οἱ φάροι σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο, πού φωτίζουν ἐκείνους πού διανύουν χιλιάδες ναυτικά μίλια γιά νά τούς διευκολύνουν στήν πορεία τους καί στίς ἐμπορικές τους ἀσχολίες.


Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού ὁμοιάζει μέ πλοῖο τῆς ξηρᾶς, ἔχει τούς ἰδικούς της φάρους, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι φωτίζονται στόν δρόμο τῆς ζωῆς τους, ἀποφεύγοντες τούς ὑφάλους καί σκοπέλους πού συχνά πυκνά ὀρθώνονται μπροστά τους.


Τέτοιοι πνευματικοί φάροι εἶναι παντοῦ τοποθετημένοι ἀπό τήν Θεία Πρόνοια. Δέν ἔχουν δικό τους φῶς, ἀλλά τό λαμβάνουν ἀπό τήν Πηγή τοῦ Φωτός, τόν Ἰησοῦ Χριστό, διά νά φωτίζουν τούς  «ἐν σκότει καί σκιᾶ θανάτου», ἀνθρώπους τῆς κάθε ἐποχῆς.


Στήν Βίγλα, λοιπόν, τήν ἐρημικώτερη καί νοτιώτερη περιοχή τοῦ Ἄθωνος, ἔλαμψε γιά περισσότερο ἀπό τρεῖς δεκαετίες ἕνας τέτοιος φωτολαμπής φάρος. Ἦταν ὁ ἡγούμενος τῆς Κοινοβιακῆς Ρουμανικῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, Γέρων Πετρώνιος Προδρομίτης.


Χιλιάδες ἦταν οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ρουμᾶνοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού καθημερινά ἔφθαναν στήν Σκήτη, ἡ ὁποία διοικητικῶς ὑπάγεται στήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, διά νά ἀντικρύσουν τόν ἀσκητικόν Γέροντα καί νά ἀκούσουν τά θεοφώτιστα λόγια του, πού σάν χείμαρρος ἔτρεχαν ἀπό τό μελισταγές καί ἁγιασμένο του στόμα.
Τόν ἐγνώρισα κι ἐγώ τό 1982, ὅταν μέ τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μου Γέροντος π. Γεωργίου, ἐστάλην στήν Σκήτη γιά νά μάθω τήν ρουμανική γλῶσσα. Αἰτία τῆς ἀποφάσεώς μου αὐτῆς ἦταν ἡ παραλαβή κάποια ἡμέρα στό γραφεῖο τῆς Μονῆς μας, τοῦ Ρουμανικοῦ Γεροντικοῦ. Σκέψεις καί πόθοι πλημμύρισαν τόν νοῦ καί τήν καρδιά μου ὅτι μέσα σ᾿ αὐτό τό ὀγκῶδες βιβλίο τῶν 800 σελίδων θά κρύβωνται θησαυροί. Εἶναι Ἅγιοι μιᾶς ἄλλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιά τούς ὁποίους ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε τίποτε. Κατώρθωσα μετά δύο χρόνια κι ἐπῆρα εὐλογία τοῦ Γέροντός μου καί μέ πολύ ἐνθουσιασμό ἔφθασα ἐκεῖ καί συνάντησα τόν π. Πετρώνιο. Τότε Δικαῖος τῆς Σκήτης ἦταν ὁ ἱερομόναχος Βενιαμίν. Ἔμεινα μία ἑβδομάδα. Ὁ π. Πετρώνιος μοῦ ἔδωσε ἕνα μικρό ρουμανο-ελληνικό λεξικό καί μία ρουμανική γραμματική. Μετά ἀπό σκληρή μάχη ψάχνοντας μέσα στό ἄγνωστο τήν σημασία τῆς κάθε λέξεως, ἔφθασα στό λιμάνι τῆς χαρᾶς καί δημιουργίας. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο μετέφρασα τό βιβλίο αὐτό στά ἑλληνικά, τό ὁποῖο καί ἐξεδόθη ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο: «Ὀρθόδοξος Κυψέλη» τό 1985.


Ἀπό τότε ἔγινα φίλος τοῦ Γέροντος Πετρωνίου καί τακτικός ἐπισκέπτης τῆς Σκήτης τοῦ Προδρόμου. Ἐγνώρισα ὅλους τούς παλαιούς πατέρες, μερικοί τῶν ὁποίων εἶχαν ἅγιο τέλος. Γι᾿ αὐτούς σύντομη βιογραφία ἔγραψε ὁ π. Πετρώνιος. Στήν προσπάθειά μου νά γνωρίσω καλλίτερα τήν προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος καί τήν προέλευσί του, κάποια ἡμέρα μοῦ ἔδωσε ἀρκετά στοιχεῖα γιά τήν οἰκογένειά του καί τήν παιδική του ἀνατροφή. Ἰδού τί ἔγραψε ὁ ἴδιος:
Οἰκογενειακές ρίζες.


«Γεννήθηκα τήν 23ην Μαΐου τοῦ  1916 στό χωριό Φαρκάσα τοῦ νομοῦ Νεάμτς τῆς Ρουμανίας ἀπό πτωχή καί εὐσεβῆ οἰκογένεια. Ἤμουν τό προτελευταῖο ἀπό τά ἐννέα παιδιά. Οἱ γονεῖς μας Ἰωάννης καί Ὀλυμπία, ἁπλοϊκοί καί εὐλαβέστατοι χριστιανοί, θυσιάσθηκαν κυριολεκτικά γιά τά παιδιά τους. Τό τελευταῖο ὁ Δημήτριος, ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα σέ μικρή ἡλικία, πρᾶγμα τό ὁποῖο προκάλεσε, ἰδιαίτερα στήν μητέρα μου, ἀβάσταχτο πόνο.


Δέν ἦταν γραμματισμένοι ἄνθρωποι. Εἶχαν ὅμως ἕνα ἄμετρο ζῆλο γιά τίς ἑορτές καί τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας, στίς ὁποῖες  συμμετεῖχαν ἀνελλειπῶς. Βασική τους φροντίδα, ἐκτός ἀπό τήν βιολογική καί χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν τους, ἦταν ἡ ἄσκησις τῆς ἐλεημοσύνης σέ καθημερινή βάσι. Καλοῦσαν τούς ξένους τοῦ χωριοῦ στό σπίτι μας, τούς φιλοξενοῦσαν καί τούς ἀνέπαυαν. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ξένος ἀπό τό σπίτι μας, μέ ἀδειανά χέρια. Ὁ πατέρας μου, ἐνίοτε ἐμάλωνε τήν μητέρα μου, διότι εἶχε πάντοτε τά χέρια της ἀνοικτά. Κάθε Σάββατο πρωΐ ἔδινε ἐλεημοσύνη γιά τήν ἀνάπαυσι τῶν κοιμηθέντων. Μετέφερε στήν ἐκκλησία μία λεκάνη γάλα ἤ μαγειρευμένο φαγητό μέ νερό καί τό ἐμοίραζε στούς ἄλλους χριστιανούς. Ἰδιαίτερα ἐφρόντιζε γιά τούς γείτονές της νά ἔχουν ὅ,τι ἐχρειάζοντο γιά τήν ζωή τους.


Μετά τήν ἀκολουθία τοῦ Σαββάτου, ἀσχολεῖτο μέ τό πλύσιμο τῶν ρούχων μας καί τό ἀπόγευμα μαγείρευε τό αὐριανό φαγητό, διότι οὐδέποτε μαγείρευε τήν Κυριακή. Ἀφ᾿ ὅτου κτυποῦσε ἡ καμπάνα γιά τόν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου, σταματοῦσαν ἀμέσως ὅλες οἱ δουλειές μας, γεωργικές καί σχολικές ἀπασχολήσεις.


Τήν Κυριακή τό πρωΐ φορούσαμε ὅλοι μας τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία. Ὁ πατέρας μας, σηκωνόταν ἐνωρίτερα τό πρωΐ. Ἔκανε μόνος του τήν προσευχή του, ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς πρός τιμήν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μετά ἐδιάβαζε τίς ἀποστολικές καί εὐαγγελικές περικοπές τῆς Κυριακῆς. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία ζητούσαμε μεταξύ μας συγχώρησι. Ἔλεγαν οἱ μέν στούς δέ: «Συγχωρέστε με» καί «ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρέση». Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο ἀνάμεσα στά μέλη τῆς οἰκογενείας μας μας, ἀλλά καί πρός τούς γείτονες.


Τίς νηστεῖες Δευτέρας, Τετάρτης καί Παρασκευῆς τίς κρατοῦσαν οἱ γονεῖς μου μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦταν ἕνα σημαντικό γεγονός γιά τήν χριστιανική ζωή ὅλης τῆς οἰκογενείας μας. Γιά τήν περίοδο αὐτή κρατούσουμε ξεχωριστά πιάτα, λεκάνες καί κουτάλια. Οἱ μεγάλες ἑορτές Πάσχα καί Χριστούγεννα διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες στά χωριά μας.


Ἡ μητέρα μου, ἦταν μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό καί ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια καί ζακέττες. Ἀκόμη ὕφαινε κουβέρτες καί βελέντζες γιά τά κρεββάτια μας.


Μᾶς ἐδίδαξαν νά ἔχουμε φόβο πρός τόν Θεό, ἀγάπη στήν Ἐκκλησία, σεβασμό καί τιμή πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ μητέρα μας, ἄν καμμιά φορά εἴμασταν ζωηροί καί ἀπείθαρχοι καί τῆς χαλούσαμε τήν ἁρμονία τοῦ «κοινοβίου» της, δέν ἐλυπόταν νά μᾶς δέρνει. Ἄλλωτε μᾶς ἀνέφερε παραδείγματα ἁγίων καί ὅ,τι ἄκουγε στήν ἐκκλησία ἀπό τόν ἱερέα.


Ὅλα αὐτά καί ἡ τάξις πού ἐπήραμε ἔγιναν μιά καλή συνήθεια γιά ὅλα τά παιδιά τῆς οἰκογενείας μας. Ἔκτοτε, τά μεγαλύτερα παιδιά παρακινοῦσαν τά μικρότερα γιά τήν ἐφαρμογή τῶν χριστιανικῶν μας καθηκόντων καί τόν ἀλληλοσεβασμό μεταξύ μας. Ἄσχημα λόγια καί ἀνάρμοστες συμπεριφορές ἦταν ἄγνωστα στήν οἰκογένειά μας. Τά βράδυα, πρίν κοιμηθοῦμε, μᾶς ἐρωτοῦσε ἡ μητέρα μου, πῶς περάσαμε τό διάστημα τῆς ἡμέρας. Γιά κάθε ἀτόπημά μας εἴχαμε καί κάποιον κανόνα...


Τήν Μεγάλη Πέμπτη κάθε χρονιᾶς ἡ μητέρα μου ἔφευγε τό πρωΐ καί ἐπέστρεφε σπίτι μας τό ἀπόγευμα. Κάποτε τήν ἐρώτησα πού εἶχε πάει καί μοῦ ἀπήντησε: «Παιδί μου Πέτρο (τό βαπτιστικό μου ὄνομα), σήμερα εἶναι ἡ ἀνάμνησις τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί ὁ Ἱερός Νιπτήρας. Ὁ Χριστός ταπεινώθηκε καί ἔπλυνε τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του. Ἐγώ δέν πρέπει νά κάνω κάτι γι᾿ Αὐτόν; Ἔκαμα κάτι παρόμοιο. Ἐπισκέφθηκα ἀσθενεῖς τοῦ χωριοῦ μας καί τούς ἔπλυνα τά πόδια, ἀφοῦ αὐτοί εἶναι ἄρρωστοι στό κρεββάτι καί χωρίς ἀνθρώπους δικούς τους νά τούς βοηθήσουν! Μετά τούς ἐφόρεσα καινούργιες κάλτσες καί ἦλθα χαρούμενη στό σπίτι μας».
Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἡ μητέρα μου ἦταν ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της βουρκωμένα. Μοῦ ἔλεγε: «Πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς!  Μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο...».


Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς θαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, ἐκείνη μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔφτιαξα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται ἐμένα οὔτε νά τά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα τόσο ὡραῖα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».


Ὅταν ἔφθασε σέ γεροντική ἡλικία, ἔπασχε ἀπό ἀσθένειες, ἀλλά οὐδέποτε ἀπουσίαζε ἀπό τήν ἐκκλησία. Διατηροῦσαν μία συνήθεια οἱ νεώτεροι νά ἀσπάζωνται τό χέρι τῶν γερόντων καί τῶν χηρῶν καί νά τούς βάζουν στό χέρι χρήματα. Μία ἡμέρα, συνεχίζει τήν ἐξιστόρησι γιά τήν ζωή τῆς μητέρας του ὁ μακαριστός Γέροντας, ἦλθε ἡ μάννα μου καί μ᾿ ἐρώτησε, ἄν κάνη καλά πού παίρνει χρήματα ἀπό τούς νεωτέρους. Δέν τῆς ἀπήντησα, ὁπότε συνέχισε ἡ ἴδια: «Ποτέ δέν ξοδεύω αὐτά τά χρήματα γιά τόν ἑαυτόν μου ἤ γιά τά ἔξοδα τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἀγοράζω κεριά καί τά ἀνάβω μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Καί σπίτι μας κάνω μόνη μου γιά κάθε φράγκο πού μοῦ δίνουν κι ἀπό δέκα μετάνοιες γιά τήν ὑγεία καί τήν σωτηρία αὐτῶν πού μοῦ τά δίνουν».


Μιά ἄλλη φορά ἐρώτησα νά μάθω τί ξέρει ἡ μητέρα μου ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μοῦ ἔλεγε τότε ἀπό στήθους τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό Ὄνειρο τῆς Παναγίας, τήν Ἐπιστολή τοῦ Ἰησοῦ, ὁλόκληρα κείμενα ἀπό τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί τούς Ψαλμούς. Ἐγνώριζε πολλές προσευχές, τροπάρια, στιχηρά τῶν ἑορτῶν, τά ὁποῖα ἐμάθαινε, ὅταν τά ἄκουγε στήν ἐκκλησία. Ἐγώ τήν ἐθαύμαζα γι᾿ αὐτά πού ἄκουγα, διότι ἐνόμιζα ὅτι δέν ἤξερε σχεδόν τίποτε. Ὅμως τά κρατοῦσε ὅλα μέσα της μέ πολλή ταπείνωσι, εὐλάβεια καί ἀφοσίωσι στόν Χριστό.


Πολλές φορές τήν ἡμέρα τήν ἐβλέπαμε νά γονατίζει μπροστά στίς εἰκόνες. Ἔλεγε γρήγορα τίς προσευχές της πού ἤθελε, ἔβαζε μερικές μετάνοιες καί πάλι ἔτρεχε γιά τίς δουλειές της, ἔξω ἀπό τό σπίτι. Τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί τήν ἐπίκλησι τῆς Κυρίας Θεοετόκου τά ἔλεγε μέ πολλή θερμότητα καί ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.


Γιά τόν θάνατό της ἦταν προετοιμασμένη ἀπό καιρό. Τό φόρεμά της γιά τόν τάφο της, τό λευκό σεντόνι γιά τό φέρετρό της κι ἕνα μάτσο κεριά τά κρατοῦσε μέσα στό μπαοῦλο της.


Λίγες ἡμέρες πρίν πεθάνη κάλεσε τήν ἀδελφή μου Γλυκερία καί τῆς εἶπε: «Κάλεσε τόν π. Ἰωάννη νά μέ ἐξομολογήση καί νά μέ κοινωνήση». Ἐνήστευσε τρεῖς ἡμέρες, ἐξωμολογήθηκε καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τό Σάββατο, 1ην Ἰουλίου 1967, πλύθηκε, ἄλλαξε κατά τήν συνήθειά της, χτενίσθηκε καί εἶπε στήν Γλυκερία:


-Πάρε τό σεντόνι καί σκέπασέ με, διότι, νά, ἔρχονται στόν δρόμο τρεῖς γυναῖκες ντυμένες στά λευκά.


-Ποῦ εἶναι, μαμά; Δέν τίς βλέπω. Καί ἐκύτταζε πρός τό παράθυρο μέ ἀγωνία...


-Ἄφησε. Αὐτές ἔχουν δουλειά μέ ἐμένα καί ὄχι μέ σένα...


Δύο νύκτες πρίν κοιμηθῆ τόν αἰώνιο ὕπνο, εἶδε στόν ὕπνο της, τόν ἀποθαμένο γυιό της, τόν Δημήτριο. Τόν εἶδε μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο λιβάδι νά μαζεύη λουλούδια. Φοροῦσε ἄσπρο ὑποκάμισο καί χωρίς καπέλλο στό κεφάλι του.


-Τί κάνεις ἐδῶ; Τόν ἐρώτησε ἐκείνη.


-Μαζεύω λουλούδια, τῆς ἀπήντησε ὁ γυιός της χαρούμενος.


-Καί γιατί εἶσαι ἀσκέπαστος στό κεφάλι; Ἐγώ σοῦ ἐφόρεσα καπελλάκι, ὅταν ἀπέθανες.


-Ἐδῶ δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά τῆς ἀπήντησε ὁ γυιός της.


Μετά τήν Μετάληψι τῆς Θείας Κοινωνίας, τό πρόσωπό της ἀλλοιώθηκε. Εἶχε μεγάλη χαρά, τήν ὁποία οὐδέποτε εἶχε δείξει στό παρελθόν. Μετά ἄρχισε νά ψάλλη τροπάρια, ὅπως: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...», «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...», «Ἡ γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...», τό τροπάριο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἄλλα. Ἀκόμη προσευχόταν ἀκαταύπαστα μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή» καί «Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἐλεησόν με τήν ἁμαρτωλή». Ἔλεγε συχνά τόν πεντηκοστό ψαλμό: «Ἐλεησόν με ὁ Θεός...». καί ἐπανελάμβανε πάντοτε τήν εὐχή: «Κύριε, δέξου αὐτούς πού ἔρχονται σέ Σένα καί τελευταία δέξου καί μένα τήν ἁμαρτωλή καί πανάθλια».


Τήν τελευταία της νύκτα δέν κοιμήθηκε καθόλου. Μόνο προσευχόταν ψιθυριστά. Κατόπιν εἶπε στήν Γλυκερία: «Νά μοῦ κάνεις ὡραῖο μνημόσυνο μέ κόλυβα, μέ πρόσφορο, μέ λουλούδια καί νά εἰπῆς στόν π. Πετρώνιο νά μέ μνημονεύει πάντοτε στίς Λειτουργίες του.


Τήν Τρίτη τό πρωΐ τῆς 4ης Ἰουλίου, ὅταν εἶχαν φθάσει οἱ πρῶτες ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου στό παράθυρο τοῦ δωματίου της, ἐζήτησε ἀπό τήν Γλυκερία τό κερί. Μετά ἄνοιξε τά μάτια της καί ψιθύρισε: «Συγχώρεσέ με...». Κατόπιν ἐστράφη πρός τό ἄλλο μέρος καί ἐκοιμήθη ὁριστικά. Ἡ ἅγια ψυχή της ἐπέταξε ἀπό τό γήϊνο σκεῦος τοῦ σώματός της στόν οὐρανό, ἀφοῦ πάρα πολύ βασανίσθηκε καί ταλαιπωρήθηκε στήν ζωή της. Τό πρόσωπό της ἦταν εἰρηνικό κι ἕνα χαμόγελο κρεμόταν ἀπό τά χείλη της...


Ἡ μητέρα μου Ὀλυμπία ἔζησε περίπου 87 χρόνια ἀπό τά ὁποῖα τά 39 μέ τόν ἄνδρα της καί τά ὑπόλοιπα 25 σάν χήρα. Ἐκοιμήθη στίς 4 Ἰουλίου τοῦ 1967, ἐνῶ ὁ πατέρας μου ἀπέθανε τήν 1ην Αὐγούστου τοῦ 1942».


Σπουδές καί προσφορά τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.
Γνωρίζοντας ἀπό τόν ἀείμνηστο π. Πετρώνιο ποιά ἦταν ἡ καταγωγή του καί ἡ ἀνατροφή του ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, θά κατανοήσουμε εὐκολώτερα γιατί στήν ζωή του ἦταν ὁ ἴδιος τόσο μεγάλος βιαστής τῆς φύσεώς του καί ὑψιπέτης ἀετός γιά τήν κατάκτησι τῶν αἰωνίων μονῶν.
Μετά τήν ἀποφοίτησί του ἀπό τό Δημοτικό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, καί σέ ἡλικία 14 ἐτῶν ἐπῆγε σάν Δόκιμος μοναχός στήν περίφημη μονή Νεάμτς τῆς βορείου Ρουμανίας (Μολδαβίας). Ἐκεῖ τελείωσε καί τήν ἐξατάξια ἐκκλησιαστική σχολή πού στεγάζεται μέχρι σήμερα σέ κτίρια πλησίον τῆς μονῆς καί ὑπάγεται στήν μητρόπολι Ἰασίου καί Μολδαβίας. Τότε γνωρίσθηκε καί μέ τόν νεαρό Δόκιμο Ἠλία, τόν μετέπειτα ὅσιο Ἰωάννη τόν Χοζεβίτη, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο παραμένει ἄφθαρτο στήν μονή τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου τῆς Παλαιστίνης ἀπό τό 1960.
Προσκλήθηκε ἐν συνεχείᾳ ἀπό τόν Πατριάρχη γιά νά ὑπηρετήση ὡς ἐφημέριος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης στό Βουκουρέστιο, ὅπου καί χειροτονήθηκε διάκονος καί ἱερεύς. Ἔμενε στήν ἱερά μονή τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου, ὅπου ἀσκοῦσε καί τά μοναχικά του καθήκοντα. Ἡ μονή εὑρίσκεται πλησίον τοῦ ρουμανικοῦ Πατριαρχείου. Ταυτόχρονα ἐσπούδασε σέ τρεῖς πανεπιστημιακές σχολές, στήν θεολογική, στήν φιλοσοφική καί στήν μαθηματική. (τήν τελευταία δέν τήν τελείωσε).


Κατόπιν ἐστάλη νά διδάξη μαθήματα γαλλικῆς γλώσσης, βυζαντινῆς μουσικῆς, κατηχητικῆς, παιδαγωγικῆς καί ὁμιλητικῆς στήν ἐκκλησιαστιή σχολή τῆς μονῆς Νεάμτς. Ἐδῶ διέπρεψε διά τόν πλοῦτο τῶν γνώσεών του, τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας  καί τό αὐστηρό μοναχικό του ἦθος.


Τό ἔτος 1949 ἐστάλη ὁ π. Κλεόπας μαζί μέ 30 ἐναρέτους μοναχούς, ἀπό τήν μονή Συχαστρία γιά νά ἐπανδρώση τήν μονή Σλάτινα. Τόν ἀκολούθησε καί ὁ π.Πετρώνιος. Ὅταν ἐπέστρεψε καί πάλι ὁ π. Κλεόπας στήν Συχαστρία τό 1956, ἐξελέγη ἡγούμενος στήν Σλάτινα ὁ π. Πετρώνιος ὁ ὁποῖος εἶχε ὑπό τήν πνευματική του καθοδήγησι περί τούς 70 μοναχούς.


Τό 1959, βάσει τοῦ νόμου 410, περί διωγμοῦ τῶν μοναχῶν ἀπό τά μοναστήρια τους, τοῦ τότε ἀθεϊστικοῦ Καθεστῶτος, ὑποχρεώθηκε νά ἐπιστρέψη στόν κόσμο μαζί μέ ὅλους τούς μοναχούς, πλήν τῶν πολύ ἡλικιωμένων. Λόγῳ τῆς ἀρνήσεώς του ν᾿ἀποβάλη τό μοναχικό του σχῆμα, ἀλλά καί τῆς μεγάλης ἐπιρροῆς πού εἶχε πρός τούς μοναχούς καί τούς εὐλαβεῖς ρουμάνους χριστιανούς, θεωρήθηκε ἐπικίνδυνος ἀπό τό Καθεστώς. Μεταφέρθηκε στήν μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἄρντζες καί διωρίσθηκε σάν φύλακας τῆς ἐκκλησίας, κτίσμα τοῦ 1517, τό ὁποῖον διετηρεῖτο ὡς θρησκευτικό μνημεῖο.


Ὁ Ἁγιορείτης μοναχός
Τό πρῶτο προσκύνημά του πού πραγματοποίησε στό Ἅγιον Ὄρος τό 1975, ὑπῆρξε ἀποφασιστικό γιά τήν μετέπειτα μοναχική του ζωή. Ἔτσι, τό 1978 κατέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος, στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, γιά νά γλυτώση τά βασανιστήρια καί τόν θάνατο.   Ἦλθε ἐδῶ καί ἐντάχθηκε στήν ἀδελφότητα τῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μεγίστης Λαύρας γιά νά προσφέρη τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του στήν Πατρίδα του καί στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό.


Ἀπό τό 1985 μέχρι περίπου τόν θάνατόν του ὑπηρέτησε ὡς Δικαῖος τήν σκήτη, δηλ. ἐπί 25 χρόνια ἔχοντας ὡς βασικούς του συνεργάτας τόν νέον Δικαῖον, ἱερομ. π.Ἀθανάσιον, τόν διάκονο Ἰουστιανιανό καί τόν μοναχό Πρόδρομο.


Μαρτυρίες τοῦ Δικαίου ἀρχιμ. π. Ἀθανασίου.
Ὁ νῦν Δικαῖος τῆς Σκήτης ἀρχιμ. π.Ἀθανάσιος, κατά τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός του, ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία 62 ἐτῶν καί ὅταν ἐξελέγη Δικαῖος τό 1985 ἦταν περίπου 70 ἐτῶν. Ἄν καί ἦταν ἀρκετά ἡλικιωμένος, ἐργαζόταν παρά τό πλευρό μας διανοητικά καί σωματικά. Ἦταν παρών σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες στίς ὁποῖες συμμετεῖχε σάν ψάλτης καί ἐπί μία ἑβδομάδα, κατά σειράν, σάν ἐφημέριος. Μᾶς ἔλεγε ὅτι αὐτά πού ἔμαθε ἀπό τούς γονεῖς του, τά ἴδια ἐδίδασκε καί σ᾿ ἐμᾶς, δηλαδή, τήν ἐργατικότητα, τήν τιμιότητα καί τήν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρος. Στίς μεγάλες γιορτές καί νηστεῖες καί σ᾿ ἄλλες εὐκαιρίες μᾶς ἔκανε πνευματικές ὁμιλίες. Μᾶς παρώτρυνε πάντοτε νά κρατοῦμε τήν τάξι μέ ἀνελλειπῆ συμμετοχή στίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας. Ἰδιαίτερα μᾶς ἐτόνιζε νά ἐπιμελούμεθα μέ ἱερό ζῆλο τά μοναχικά μας καθήκοντα γιά νά εἴμεθα ἄξιοι μοναστές καί ἀσκητές στό περιβόλι τῆς Παναγίας μας.


Ἀκόμη ὁ ἅγιος Γέροντάς μας, μᾶς ἐνεθάρυνε πάντοτε νά μένουμε πιστοί στό Ἅγιον Ὄρος, διότι εἶναι Ἅγιο τό Ὄρος καί νά κοπιάζουμε νά περικοσμήσουμε τίς ψυχές μας μέ ἀρετές, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες πρωταρχική θέσι ἔχουν ἡ ὑπακοή καί ἡ ὑπομονή.


Ὁ Γέροντάς μας π. Πετρώνιος θά μείνη γιά ὅλους μας ἕνα ζωντανό ὑπόδειγμα διακονίας, ἐργατικότητος καί ὑπομονῆς σέ κάθε πειρασμό τῆς ζωῆς μας, ἀλλά καί ὑπόδειγμα θάρρους σέ καιρούς δοκιμασιῶν γιά τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς».


Δέν ἔχασα τήν εὐκαιρία, ὅταν εὑρέθηκα στήν μεγαλοπρεπῆ Πανήγυρι τῆς Παναγίας Προδρομίτσας, τῆς Ἀχειροποιήτου, (12ην Ἰουλίου 2012) νά παρακαλέσω τόν ἀνωτέρω ἀγαπητόν μας φίλον καί ἀδελφόν, ἱερομ. π.Ἀθανάσιον, νά μοῦ εἰπῆ καί ὅ,τι ἄλλα νομίζει γιά τήν περικόσμησι τῆς λαμπρᾶς προσωπικότητος τοῦ Γέροντός του. Καί ἰδού τί θαυμαστά λόγια ἄκουσα ἀπό τό στόμα τοῦ μαθητοῦ του:
«Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στίς ἱερές εἰκόνες. Τό θεωροῦσε ἀνευλάβεια καί ἀσέβεια νά γράφωνται εὐχές ἤ διευθύνσεις κλπ στό πίσω μέρος χάρτινων εἰκόνων. Κατεδίκαζε μέ ἀποτροπιασμό τήν παρουσίασι μορφῶν τῶν Ἁγίων μας, τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Θεοτόκου ἀπό τήν τηλεόρασι. Ἔλεγε, ὅτι τό κάνουν αὐτό οἱ ἀντίχριστες δυνάμεις γιά νά παύσουν οἱ ὀρθόδοξοι λαοί νά εὐλαβοῦνται, σύμφωνα μέ τήν παράδοσι, τίς ἅγιες Εἰκόνες.


Ἐζήσαμε μαζί στήν Συχαστρία, πρίν ἔλθουμε  στό Ἅγιον Ὄρος, ἐπί τρία χρόνια. Ἐκεῖ, ὅταν ἦταν νεώτερος ὁ Γέροντας, ἔκανε τίς νύκτες χιλιάδες μετάνοιες, τίς ὁποῖες συνέχισε, ἀλλά λιγώτερες, σέ ὅλη του τήν ζωή. Στά βαθειά του γεράματα κατέληξε νά κάνη 50 μετάνοιες.


Ὁσάκις ἐσφάλαμε δέν μᾶς ἔβαζε κανόνα, ἀλλά μᾶς ἤλεγχε πατρικά τήν ὥρα τῆς ἑβδομαδιαίας συνάξεως μέ τήν ἔσχατη εὐχή: «Μή τό κάνετε πάλι».


Σάν ἡγούμενος τῆς Σκήτης μας συμμετεῖχε σέ ὅλες τίς ἐργασίες καί βοηθοῦσε χειρωνακτικά. Ἀνέβαινε στό τρακτέρ καί πηγαίναμε μαζί στό δάσος γιά ξύλα. Καθημερινά ἔσκαβε καί ἐσκάλιζε τά κηπουρικά, ἐπότιζε τά λουλούδια. Ἄν καμμιά φορά ἐμεῖς σάν νεώτεροι καταλήγαμε σέ λογομαχίες καί παράπονα μεταξύ μας, ἐκεῖνος μᾶς ἔλεγε: «Ἔχετε δίκαιο. Νά κάνετε ὑπομονή. Θά περάσουν οἱ φουρτοῦνες. Ὄχι ταραχές μεταξύ σας. Ὅλοι νά βοηθῆτε τόν ἕνα καί ὁ ἕνας ὅλους».


Πάντοτε μᾶς ὡμιλοῦσε γιά τήν οἰκοδομή τῆς ψυχῆς μας. Εἶχε βαθειά εὐλάβεια στό Ἅγιον Ὄρος. Δέν γελοῦσε ποτέ. Στήν Λειτουργία ἔκλαιγε συχνά καί κάθε τόσο ἔβγαζε τό μαντήλι του νά σκουπίση τά δάκρυα του. Λειτουργοῦσε κάθε Σάββατο, στίς μεγάλες γιορτές καί στίς ἀγρυπνίες. Ἀπηγόρευε τίς συζητήσεις ἀνάμεσα στούς μοναχούς μέσα στήν ἐκκλησία. Στήν Θ. Λειτουργία δέν ἐκάθισε ποτέ. Κι αὐτό τό τυπικό τό κράτησε μέχρι δύο ἑβδομάδες πρίν πέσει στό κρεββάτι.


Τακτικός προσκυνητής τῆς Σκήτης μας ἦταν καί ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος Σιατίστης κυρός Ἀντώνιος. Μέ τόν Γέροντά μας εἶχαν συνάψει μία θαυμαστή πνευματική φιλία. Ὁ ἅγιος Σιατίστης, ὅταν ἐπρόκειτο νά κοινωνήση, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τ. Δώρων καί μετά τόν λειτουργό ἱερέα, ἔβαζε ἐπιτραχήλιο καί κοινωνοῦσε μέ βαθειά ταπείνωσι τά Ἄχραντα Μυστήρια.


Ὁ Γέροντάς μας ἦταν αὐστηρός στίς παραδόσεις καί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατεδίκαζε άπερίφραστα τόν οἰκουμενισμό καί κάθε ἀπόκλισι ἀπό τήν ἁγία μας Πίστι. Ἐτόνιζε τήν ἀνάγκη τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ μοναχός, ἔλεγε, δέν μπορεῖ νά ζήση τόν Θεό στό κελλί του, ὅταν ἀσχολεῖται μέ τόν κόσμο μέσῳ τοῦ κινητοῦ τηλεφώνου καί ἄλλων νέων τεχνικῶν μέσων. Ὁ μοναχός νά διάγη ἁπλή καί ὁλοκληρωμένη ἐν Χριστῶ ζωή, μακριά ἀπό τά φθοροποιά σύγχρονα μέσα, τά ὁποῖα ἐλαττώνουν τήν πίστι καί ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τά ἔργα τῆς ἀρετῆς.


Ἐτόνιζε τήν ἀνάγκη τῆς συνεχοῦς κοινωνίας μέ τόν Θεό καί λίγη ἀπασχόλησι μέ τά βιοτικά πράγματα. Στίς ὁμιλίες του μᾶς ἔλεγε: «Ἀλλοίμονό μας, ἄν δέν ἀποκτήσουμε τόν παράδεισο». Κι ἀμέσως ἀναλυόταν σέ δάκρυα.


Μία ἑβδομάδα πρίν τήν κοίμησί του μᾶς εἶπε νά κάνουμε ἀγρυπνία καί νά προσευχηθοῦμε ποιόν θά ἐκλέξη ἡ Παναγία γιά ἡγούμενο τοῦ κοινοβίου μας. Ἐγώ, μᾶς διηγεῖται ὁ νῦν Δικαῖος π. Ἀθανάσιος, τοῦ εἶχα εἰπῆ: «Ἀκόμη καί ἄγγελος νά κατέβη ἀπό τόν οὐρανό, δέν θά δεχθῶ γίνω ἡγούμενος». Κι αὐτός μοῦ εἶπε: «Ἐσύ εἶναι θέλημα Θεοῦ νά γίνης καί θά γίνης».


Ἀφοῦ ἔγινε ἡ ἀγρυπνία καί ἡ ἀδελφότης ἐψήφισαν τήν ἐλαχιστότητά μου, μέ κάλεσε ὁ Γέροντας νά πάω στό κελλί του. Χάρηκε πολύ γιά τήν ἐκλογή μου. Μέ ἀγκάλιασε καί ἔκλαιγε. Μοῦ εἶπε νά μή συμπεριφέρομαι σάν δεσπότης, ἀλλά σάν δοῦλος τῶν πατέρων. Τό ἴδιο ἔκαναν ὅλοι οἱ Πατέρες. Μέ ἀγκάλιασαν καί μοῦ εὐχήθηκαν: «Καλή ὑπομονή».


Σέ συνεργασία μέ τόν Πνευματικό μας, τόν π. Ἰουλιανό, ἐκάναμε τήν σκέψι γιά τήν χειροτονία εἰς διάκονον τοῦ μοναχοῦ π. Μοδέστου. Πρίν πάρουμε τήν τελική ἀπόφασι, ἐμφανίσθηκε ὁ Γέροντας στόν ὕπνο τοῦ π. Μοδέστου καί τοῦ εἶπε: «Θά γίνης διάκονος. Εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ».


Τρεῖς ἡμέρες πρίν ἀπό τό τέλος του, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπό τόν ἱερομ. π. Κλήμη καί εἶπε: «Φεύγω εὐχαριστημένος ἀπό τήν ζωή μου. Εὐχαριστῶ τόν Κύριό μας. Μέ τό καλό νά συναντηθοῦμε στόν παράδεισο».


Ὑπάρχει τυπικό στήν Ρουμανική Σκήτη οἱ ἐφημέριοι ἱερεῖς, πού διακονοῦν ὁ καθένας ἀνά μία ἑβδομάδα, νά ἐξομολογοῦνται τά βράδυα, γιά νά λειτουργήσουν τήν ἄλλη ἡμέρα. Αὐτό ἔκανε ἀπό τό βράδυ καί ὁ Γέροντας π. Πετρώνιος, ὅταν τήν ἑπομένη ἐπρόκειτο νά λειτουργήση.


Μαρτυρίες τοῦ Πνευματικοῦ ἱερομ. Ἰουλιανοῦ
Φημισμένος καί ἐμπειρότατος Πνευματικός τῆς Σκήτης εἶναι μέχρι σήμερα ὁ π. Ἰουλιανός, ὁ ὁποῖος παρά τά 86 χρόνια του συνεχίζει νά ἐξομολογῆ τούς πάντες. Ἔρχονται κι ἀπό τήν Ρουμανία μητροπολίτες, καθηγητές, διανοούμενοι γιά νά γονατίσουν κάτω ἀπό τό ἐπιτραχῆλι του. Σ᾿ αὐτό κάθε φορά γονάτιζε καί ὁ Γέροντας Πετρώνιος νά ἐξομολογηθῆ τά ἀνύπαρκτα παραπτώματά του...


Στόν Γέροντα Ἰουλιανό ἔτρεξα ν᾿ ἀκούσω κι ἀπ᾿ αὐτόν λίγα λόγια γιά τόν...ὑποτακτικό του. Μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
«Ἦταν ταπεινός. Ἐφήρμοζε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, πού λέγει: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». Ἐγώ τόν ἐξωμολογοῦσα ἀπό τότε πού ἦλθε στήν Σκήτη μας. Δέν εἶδα ἄνθρωπο νά κλαίη τόσο πολύ, λίγες ἡμέρες πρίν τόν θάνατό του. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν γονατιστός μπροστά μου καί μοῦ ἔλεγε: «Πῶς θά πάω στήν ἄλλη ζωή; Θά ἐρωτηθῶ γιά ὁλόκληρη τήν ζωή μου. Πῶς θά φθάσω στήν αἰωνιότητα; Κι ἀμέσως ἔπεσε κάτω κι ἔκλαιγε μέ ἀναφυλλητά. Ἐγώ τόν περίμενα ἀρκετή ὥρα νά σταματήση καί νά σηκωθῆ...


Ἐνῶ ἦταν στό κρεββάτι τοῦ θανάτου, ἦλθε ὁ διάβολος σάν γυμνός ἄνδρας κάποιο μεσημέρι καί ἔπεσε ἐπάνω του γιά νά τόν μολύνη. Ταράχθηκε ὁ π. Πετρώνιος καί καλοῦσε τούς μοναχούς σέ βοήθεια. Ἄκουσε τίς φωνές του ὁ βοηθός του, π. Μόδεστος καί ἐφώναξε ἐμένα.


Μία ἄλλη φορά εἶχε πέσει γιά δύο ἡμέρες σέ ἔκστασι καί ὅταν συνῆλθε τόν ἐρώτησαν οἱ πατέρες, ποῦ εἶχε πάει καί ἀπήντησε: «Ἤμουν γιά δύο ἡμέρες στήν Θεσσαλονίκη. Εἶχε μαζευτῆ πολύς κόσμος τριγύρω μου...».


Στήν Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἔχει μονάσει ἀπό τό 1996 ὁ ἱερομόναχος π. Δανιήλ Μάρκου. Στήν παράκλησί μας νά ἀναφερθῆ διεξοδικά γιά τήν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Πετρωνίου, μοῦ ἔδωσε ἕνα κείμενό του μέ τίτλο: «Ἕνας ὡραῖος, δίκαιος καί ὑψηλός μοναχός». Ἐπιλέγουμε πολλά ἀπό τά γραφόμενά του γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς τί εἶπαν πνευματικά του παιδιά γιά τόν Γέροντά τους:


Μαρτυρίες ἱερομ. Δανιήλ.
«Τό 1994 ἐπισκέφθηκα μέ μία ὁμάδα προσκυνητῶν τούς Ἁγίους Τόπους. Στήν ἐπιστροφή μας, κατευθυνθήκαμε γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Πρῶτα προσκυνήσαμε τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα, ὅπου ὁ μητροπολίτης κυρός Τιμόθεος μᾶς δέχθηκε μέ πολλή φιλοφροσύνη καί στοργή. Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε ὅτι στό Ἅγιον Ὄρος κατοικοῦν τρεῖς μεγάλοι ρουμᾶνοι ἅγιοι μοναχοί. Εἶναι ὁ τυφλός π. Διονύσιος καί ὁ π. Ἰωάννης Γκούτσου τῆς Κολιτσοῦ καί ὁ Δικαῖος τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης τοῦ Προδρόμου π. Πετρώνιος. Ἀφοῦ προσκυνήσαμε καί τίς Μονές τῶν Μετεώρων, ἐφύγαμε γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Ἕνας ἄγνωστος ἕλληνας μοναχός τῆς Μονῆς Ἰβήρων μᾶς εἶπε τά ἴδια λόγια γιά τούς τρεῖς ἀνωτέρω ἀγιασμένους Γεροντάδες. Ἐγνώρισα καί τούς τρεῖς καί ἐντυπωσιάσθηκα. Ἐπέστρεψα στήν Ρουμανία. Παραιτήθηκα ἀπό ἡγούμενος πού ἤμουν σέ κάποια Μονή καί ἐπῆγα στόν Ἐπίσκοπο τοῦ Ράνταουτς θεοφ. Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος μέ εἶχε χειροτονήσει διάκονο καί ἱερέα, νά πάρω τήν εὐχή του. Μοῦ εἶπε: «Ἐάν πᾶς καί κάνεις ὑπακοή στόν Πετρώνιο, στό τέλος τῆς ζωῆς σου δέν θά περάσης ἀπό τά τελώνια, ἀλλά θά πετάξης κατ᾿ εὐθεῖαν στόν οὐρανό». Τό 1996 ἦλθα ὁριστικά στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔγινα δεκτός ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς Σκήτης κι ἀπό τόν Δικαῖο π. Πετρώνιο. Στήν ἀρχή μοῦ ἐφαίνοντο ὅλα τόσο δύσκολα! Ἔλεγα μέ τόν λογισμό μου: «Ἄφησα τό παλάτι καί ἦλθα στήν καλύβα. Ξαπλώνω σ᾿ ἕνα ξύλινο κρεββάτι πού ἔχει μία μόνο σανίδα. Ἀντί γιά ρεῦμα μία γκαζόλαμπα, χωρίς σύχρονο λουτροκαμπινέ καί ζεστό νερό καί οἱ ἀκολουθίες νυκτερινές, μακρόχρονες καί κοπιαστικές...
Ὑπεύθυνος γιά τήν ἔγερσι τῶν μοναχῶν ὁ ἴδιος ὁ Γέροντάς μας. Ἕνα τέταρτο πρίν τήν ἀκολουθία περνοῦσε ἀπό τά κελλιά μας. Δέν ἐπήγαινε στό ἄλλο κελλί, παρά ἀφοῦ σηκωνόταν καί τοῦ ἄνοιγε ὁ προηγούμενος ἀδελφός!  Μετά τήν πρωϊνή ἀκολουθία εἴχαμε μία ἀναύπασι περίπου δύο ὡρῶν καί κατόπιν ἀρχίζαμε τά διακονήματα μέχρι τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ. Φαγητό τίς ἡμέρες τῆς νηστείας εἴχαμε μία φορά τήν ἡμέρα στίς 3 τό ἀπόγευμα καί φυσικά χωρίς λάδι, ἐνῶ τίς ἄλλες ἡμέρες δύο φορές μέ λάδι κλπ.


Μ᾿ αὐτή τήν  τάξι τοῦ κοινοβίου μας ἐπέρασαν 15 χρόνια. Στό διάστημα αὐτό εἶχα τήν εὐκαιρία νά γνωρίσω πολύ καλά τόν ἀείμνηστο Γέροντά μας, π. Πετρώνιο.


Γιά μένα ἦταν «ἕνα ὡραῖο, εὐθυτενές καί ὑψηλό δένδρο φορτωμένο μέ πολλούς καρπούς». Ἦταν λίγο «τσιγκούνης» διότι δέν μᾶς ἔδινε εὔκολα κάτι ἀπό τά δικά του πνευματικά φροῦτα, ὅταν μᾶς ὡμιλοῦσε μία φορά τήν ἑβδομάδα γιά ὑψηλά θέματα ταπεινώσεως καί θεολογίας. Μέ πολλή δύναμι ψυχῆς μᾶς προέτρεπε ὁ καθένας νά φροντίζη γιά τήν καρποφορία τοῦ δικοῦ του δένδρου, ὥστε νά φέρει πολλούς καί πλούσιους καρπούς.


Μετά ἀπό λίγους μῆνες τοῦ ἐζήτησα νά πάω στήν πανήγυρι μιᾶς ἑλληνικῆς ἀθωνίτικης Μονῆς καί μοῦ εἶπε: «Δέν θά ὠφεληθῆς, ὁσιώτατε. Ἔχουμε κι ἐμεῖς ἐδῶ ὡραία ἀκολουθία στήν ἐκκλησία καί καθένας ἔχει τό κελλί του, ὅπου ἠμπορεῖ νά ἐπιτελέση τόν μοναχικό του κανόνα. Ἐάν πᾶς, δέν θά καταλαβαίνης τήν γλῶσσα, ἀφοῦ οἱ ἀκολουθίες γίνονται στά ἑλληνικά, καί θά συναντηθῆς μέ ἄλλους ρουμάνους μοναχούς γιά κουτσομπολιό. Ἔτσι, θά κουρασθῆς σωματικά, χωρίς νά κάνης οὔτε καί τόν διορισμένο μοναχικό σου κανόνα».


Μοῦ ἦταν δύσκολο νά τά καταλάβω αὐτά, ἔλεγε κατόπιν ὁ π. Δανιήλ, ἀλλά ἀργότερα εἶδα ὅτι εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο ὁ Γέροντάς μου.


Ἐπέρασα ἀπό διάφορα διακονήματα, τά ὁποῖα ἀπαιτοῦσαν νά τά ἐπιτελῶ μέ σοβαρότητα, μέ ὅλη τήν ἀφοσίωσι τῆς καρδιᾶς μου καί νά σέβομαι τό πρόγραμμα τῆς Μονῆς. Τό δυσκολώτερο διακόνημα πού ἐπετέλεσα ἦταν τοῦ ἀποθηκαρίου. Τότε ἦλθε μιά φορά ὁ Γέροντας καί μοῦ εἶπε: «Ὁσιώτατε ἀδελφέ, δέν ἔχεις εὐλογία νά δίνης τίποτε καί σέ κανέναν. Τό πᾶν στήν ἀποθήκη ἀνήκει σέ ὅλους. Τό πᾶν θά τοποθετῆται στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ γιά ὅλους».


Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης καί τῆς διορθώσεως τοῦ ἀδελφοῦ, ὁσάκις ἐκεῖνος παρεβίαζε κάτι. Οὐδέποτε μόνος του ἐπῆρε ἀπό τήν ἀποθήκη ἕνα φροῦτο ἤ κάτι ἄλλο, παρότι εἶχε καί δικό του κλειδί. Ἐάν γιά λόγους ὑγείας ἤθελε κάτι, τό ζητοῦσε ἀπό μένα. Στήν ἔξω αὐλή τῆς Μονῆς μας ὑπῆρχε ἕνα καρποφόρο δένδρο (ροδακινιά) καί μία ἡμέρα ἐπῆρε ἕνα τσεκούρι καί ἄρχισε νά τό κόβει. Ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός τόν ἐρώτησε:


-Τί κάνεις ἐκεῖ, Γέροντα;


-Τό κόβω γιά νά μή τρώγουν ἀπ᾿ αὐτό οἱ ἀδελφοί χωρίς εὐλογία καί ἁμαρτάνουν!


Συνήθως δέν ὡμιλοῦσε στήν τράπεζα, μετά τό φαγητό. Ἀλλά, ὅταν ἐκάναμε κάποιο σφάλμα ἤ καταπατούσαμε τό πρόγραμμα, τότε μᾶς ὡμιλοῦσε ὁπωσδήποτε. Μᾶς συμβούλευε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μή μᾶς στενοχωρήση καί ἔβαζε καί τόν ἑαυτό του μέσα σάν ἔνοχο ὅτι κατεπάτησε τό πρόγραμμα.


Εἶχε κι ἕνα ρολόγι-ξυπνητήρι γιά τήν ἀκριβῆ ἐφαρμογή τοῦ προγράμματος, ὅμως σπανίως τό χρησιμοποιοῦσε, διότι εἶχε τό πρόβλημα τῆς βαρυκοΐας. Οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπό τήν ἐκκλησία καί οὐδέποτε καθυστέρησε νά εἰσέλθη. Μέχρι τά 90 χρόνια του ἀκολουθοῦσε τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας ἀδιακόπως καί ἀόκνως. Ἀγάπησε τίς ψαλμωδίες, διότι ἦταν καί ὁ ἴδιος πρωτοψάλτης μέ τήν μελωδική καί κατανυκτική φωνή του. Πολύωρες ἀκολουθίες 8-10 ὡρῶν τοῦ ἐφαίνοντο μικρές. Πάντοτε  μᾶς ἔλεγε νά διαβάζουμε ἀργά καί νά αἰσθανώμεθα ὅτι στεκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μέσα στόν Οἶκο Του καί στόν Οἶκο τῶν Ἁγίων Του.


Ὅταν ἐμεῖς οἱ ἐφημέριοι περνούσαμε νά θυμιατίσουμε τούς Ἁγίους καί τούς μοναχούς, αὐτός δέν ἤθελε νά στεκόμεθα μπροστά του καί νά τόν θυμιάζουμε πολλές φορές. Μάλιστα ἐγύριζε τό κεφάλι του ἀλλοῦ. Σάν ἡγούμενος τῆς Σκήτης μας πού εἶναι κοινοβιακή, οὐδέποτε ἐκάθησε στό λεγόμενο ἡγουμενικό του στασίδι. Πάντοτε καθόταν ἀπέναντι στά ἄλλα στασίδια τοῦ χοροῦ καί μάλιστα στό τρίτο κατά σειράν ἀπό τήν ἀπέναντι ἀρχή, ὅπου καθόταν ἐκεῖ παλαιότερα ὁ πρωτοψάλτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους Νεκτάριος ὁ Βλάχος.


Οὐδέποτε συζητοῦσε στήν ἐκκλησία, παρά μόνο σέ πολλή μεγάλη ἀνάγκη.


Λόγῳ γηρατειῶν του καί μέχρι τόν θάνατόν του, ἔπαυσε ἐπί 70 ἡμέρες νά ἔρχεται στήν ἐκκλησία. Μέχρι τήν τελευταία ἡμέρα πού ἐρχόταν στήν ἐκκλησία, οὐδέποτε ἐκάθισε στήν Θεία Λειτουργία. Ὅταν ἦταν νεώτερος δέν καθόταν καθόλου καί σέ καμμία ἀκολουθία. Ὅταν ἐγήρασε, καθόταν στίς ἄλλες ἀκολουθίες, ἀλλά οὐδέποτε στήν Θεία Λειτουργία. Συνήθως, στεκόταν ὄρθιος κάτω ἀπό τό στασίδι γιά νά μή τόν νικᾶ ἡ φιλαυτία καί τόν πιέζει νά καθίση. Οἱ πατέρες τόν ἐβλέπαμε μέ πόση βία στεκόταν ὄρθιος. Ἐνίοτε τόν ἔπιανε ὁ ὕπνος ὄρθιον κι αὐτός πάλι συνερχόταν καί «ἐστύλωνε» τήν μέση του νά σταθῆ ὄρθιος!  Ἀπό τήν ὀρθοστασία τά πόδια του εἶχαν πρησθῆ καί φουσκώσει καί τά εἶχε δέσει μέ φασκιές!


Στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ ἦταν πολύ ἐγκρατής. Οὐδέποτε ἔφαγε ὅλο τό φαγητό του. Πάντοτε ἄφηνε λίγο στό πιάτο γιά τούς πτωχούς καί πεινασμένους τοῦ κόσμου, ὅπως κάποτε μᾶς εἶπε.
Δέν δεχόταν εὔκολα νά τόν βοηθήση κάποιος σέ κάτι. Δέν ἤθελε νά τοῦ φιλοῦν τό χέρι του, οὔτε νά τόν δοξάζουν, οὔτε ἀκόμη καί τήν τελευταία ἑβδομάδα πού ἦταν στό κρεββάτι ἑτοιμοθάνατος! Μέ πολλή δυσκολία δέχθηκε κάποιον νά τόν βοηθήση στήν ἀσθένειά του. Καί ὁ βοηθός του ἦταν πάντοτε ἕνας ὁ ἴδιος καί ὄχι δεύτερος. Τόν ὑπηρετοῦσε μέ πολλή ἀγάπη, ταπείνωσι καί προθυμία.


Ἀγαποῦσε ὅλους τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἴδια πάντα ἀγάπη, κυρίως τούς ὁπαδούς ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν. Ποτέ δέν ἐλύπησε ἤ προσέβαλε ἄνθρωπο. Ἀγαποῦσε πολύ τά λουλούδια τοῦ δάσους καί ὅπου τά εὕρισκε μέσα στό δάσος τά ἔφερνε καί τά μεταφύτευε στόν κήπο τῆς αὐλῆς τῆς Σκήτης, ἀκριβῶς ἔξω  ἀπό τήν ἀνατολική πτέρυγα, ὅπου καί ἔμενε. Σέ κάθε λουλούδι καί σέ κάθε ἄνθρωπο ἔβλεπε τό χέρι καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εἶχε μία μεγάλη διάκρισι καί εὐγένεια ψυχῆς. Οὐδέποτε ἔκοψε ἕνα λουλούδι νά τό βάλη σέ ἀνθοδοχεῖο στό κελλί του. Θεολογοῦσε βλέποντας τά πολύχρωμα λουλούδια του.


Ὅταν γινόταν λόγος γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστι καί μάλιστα, ὅταν διαλεγόταν μέ κάποιον αἱρετικόν, ἦταν πολύ προσεκτικός καί δέν ἐπρόδιδε τίποτε ἀπό τά ἱερά καί ὅσια τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἐγνώριζε πολύ καλά τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τούς σεβόταν μέ ἀκρίβεια καί διάκρισι.


Δέν τόν ἀπασχολοῦσαν πολύ τά προβλήματα τοῦ κόσμου, ἀλλά, ὅταν ἄκουγε ὅτι τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων ἐπιτρέπονται ἐλεύθερα καί νομιμοποιοῦνται, ἄναβε ἀπό τόν θυμό του καί ἔλεγε ὅτι αὐτές οἱ ἁμαρτίες θά προκαλέσουν μεγάλες τιμωρίες στόν λαό μας.


Ὅταν ἐμάθαινε ὅτι γίνονται συγκεκριμένα λάθη καί παραβιάσεις Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ἐλυπεῖτο κι αὐτός καί κατεδίκαζε μέ τόν λόγο του τά λάθη αὐτά. Ὅταν τόν παρακαλοῦσαν μερικοί νά γράψη κάτι γι᾿ αὐτές τίς μειοδοσίες τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀπαντοῦσε ὅτι αὐτό εἶναι ἔργο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.


Εἶχε βαθειά πίστι ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα θά μείνη στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου καί θά ἐργάζεται διά τῶν Ἱερῶν Συνόδων καί δέν θά ἀφήση τήν Ἐκκλησία νά τήν ἐξουσιάση ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου. Συχνά μᾶς προέτρεπε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό πού κατοικοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν Ἅγιο Τόπο, νά ἐκμεταλλευώμεθα αὐτή τήν εὐλογία, νά ἐκπληρώνουμε τά καλογερικά μας καθήκοντα καί νά κυττάζουμε ὁ καθένας μας τήν προσωπική του σωτηρία.


Ἀγάπησε πολύ τά βιβλία καί τίς θεολογικές ἐργασίες νέων θεολόγων τίς ὁποῖες καί ἐδιάβαζε μέ προσοχή καί ζῆλο γιά τήν διαφύλαξι τῆς Πίστεώς μας. Ὡμοίαζε μέ μία μέλισσα ἡ ὁποία συγκέντρωνε ἀπό παντοῦ ὅ,τι καλλίτερο καί ὠφέλιμο γιά σωτηρία. Ἦταν γιά ὅλους μας ἕνα παράδειγμα πρός μίμησι, ἦταν ἕνας διδάσκαλος, μία πυξίδα κι ἕνας φάρος γιά τήν σωτηρία μας. Μᾶς ὡμιλοῦσε μέ πολλή πόνο γιά τήν πτῶσι τοῦ μοναχισμοῦ στίς ἡμέρες μας, γιά τήν ἐκκοσμίκευσι, γιά τήν πνευματική καί ὑλιστική ζωή, γιά τήν Ἱερά Παράδοσι, τήν Ἁγία Γραφή, γιά τούς Ἁγίους Πατέρας καί Ποιμένας τοῦ μοναχισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ.


Συνέκρινε τήν σημερινή πνευματική ζωή μέ τήν παλαιότερη καί μᾶς ἔλεγε ὅτι τό δένδρο ἀπό τόν καρπό του γνωρίζεται. Τά ἀποτελέσματα τά βλέπουμε σήμερα ἀρκετά καλά, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἐπεδίωξε νά ἔχει μέσα γιά τήν ζωή του τήν σύγχρονη τεχνολογία, τό αὐτοκίνητο, τήν τηλεόρασι, τό τηλέφωνο καί τόσα ἄλλα πού εἶναι εἴδωλα γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο. Οἱ σημερινοί ἀσθενεῖς στηρίζουν τώρα πλέον τίς ἐλπίδες τους στά φάρμακα καί ὄχι στήν δύναμι τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς. Ὅλα αὐτά ὡδήγησαν τόν ἄνθρωπο σέ μία ἀποξένωσι ἀπό τόν Θεό, καί πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά κάνει τό πᾶν, χωρίς τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό καί Τόν βλασφημᾶ, Τόν περιφρονεῖ, κι ἀκόμη περισσότερο προσεύχεται στόν σατανᾶ καί στήν ἀκολουθία του. Ὅταν ἔχει ὁ ἄνθρωπος σήμερα ἕνα πρόβλημα στό σπίτι του δέν καλεῖ πλέον τόν ἱερέα νά προσευχηθῆ, οὔτε πηγαίνει στήν ἐκκλησία νά ἐξομολογηθῆ, ἀλλά ἀρνεῖται παντελῶς τήν θεία βοήθεια.


Γιά τήν μοναχική τάξι μᾶς ἐδίδασκε ὅτι ὁ μοναχός ὀφείλει νά φυλάγει τίς πέντε αἰσθήσεις του, δηλαδή κάθε τι τό ὁποῖον μπαίνει ἀπό ἔξω μέσα του. Αὐτό τό ἔργο τῆς φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων εἶναι εὐκολώτερο ἀπό τό νά εἰσέλθη στήν ψυχή του ἀπό τόν λογισμό ἡ πονηρά ἐπιθυμία, ἡ ὁποία καί ριζώνει καί εἶναι δυσκολώτερο νά ξεριζωθῆ. Καί μᾶς ἔφερνε τό παράδειγμα τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία βασανιζόταν στήν ἔρημο ἀπό τά πάθη της, 17 χρόνια.


Γιά νά καθαρισθῆ ἡ ψυχή ἀπό τά ἁμαρτωλά της ἔργα ἔχει ἀνάγκη νά τήν ξεπλύνει ὅλο τό νερό τῆς θάλασσας. Εἶναι σχεδόν ἀδύνατον  νά στέκεσαι στό μέσον τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων καί νά μή μολυνθῆς. Γι᾿ αὐτό ὁ μοναχός φεύγει στήν ἔρημο γιά νά γλυτώσει ἀπό τίς αἰτίες τῶν κακῶν καί πονηρῶν ἔργων.


Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο μέ νοῦ καί μέ καρδιά. Στήν καρδιά του θά πρέπει νά ἀναζητήση καί θά εὕρη τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ μοναχός ζεῖ μόνος του, φορεῖ τό κουκούλι του νά μή συζητεῖ μέ τόν ἄλλον, νά μή βλέπει καί συζητεῖ μέ ἄλλους γιά νά μπορέση νά εὕρη μέσα στήν καρδιά του τόν Θεό. Νά συνομιλήση μαζί Του, μέσα στήν καρδιά του. Ἀλλά σήμερα βλέπουμε καί ἀκούομε ὅτι ὁ μοναχός ἔχει στό κελλί του τηλεόρασι, ράδιο καί ἄλλα ἐκσυγχρονισμένα μέσα. Μ᾿ ὅλα αὐτά θά συναντήσει τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς του καί θά ἠμπορέσει νά τόν διατηρήση στήν καρδιά του; Αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Βλέπουμε τά ἀποτελέσματα: Ἀχαριστία, ἀκαταστασία, πτώσεις στήν ἁμαρτία, σκάνδαλα κλπ. Ὅταν θέλει ν᾿ἀσχοληθῆ ὁ μοναχός μέ τήν προσευχή καί τήν μελέτη, ὁ νοῦς του πετᾶ στά ἁμαρτωλά ἔργα, στίς ἀηδιαστικές παραστάσεις, καί ὅλα αὐτά εἶναι πολύ δύσκολο νά βγοῦνε ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ μοναχοῦ.


Παρέμειναν στήν σκέψι μου, λέγει ὁ ἱερομόναχος π. Δανιήλ, δύο μαρτυρίες, πού ἐλέχθησαν ἀπό δύο Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν δύναμι τῆς προσευχῆς τοῦ π. Πετρωνίου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Ἄρντζες θεοφ.κ. Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Πατέρες, ἦλθα τήν χρονιά αὐτή (1997) στήν Σκήτη μας μετά ἀπό 20 χρόνια. Τήν πρώτη φορά ἔφυγα λυπημένος καί σχεδόν  ἀπελπισμένος, ἀφοῦ εἶδα ἐδῶ τά νερά νά μπαίνουν ὄχι μόνο μέσα στά κελλιά σας, ἀλλά καί στήν μεγάλη ἐκκλησία. Παντοῦ εἶδα ἐγκατάλειψι, πτώχεια καί δυστυχία. Ἀλλά τήν φορά αὐτή φεύγω χαρούμενος, διότι εἶδα ἡ Σκήτη μας νά ἀναγεννᾶται καί νά ἐπισκευάζεται. Ἦλθαν νέοι μοναχοί καί ἀνθίζει πάλι ἡ χριστιανική ζωή. Αὐτή ἡ πρόοδος εἶναι οἱ καρποί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς τοῦ Γέροντός σας, τοῦ π. Πετρωνίου.


Ἡ δεύτερη μαρτυρία εἶναι ἀπό τόν μοναχό Νεκτάριο Λαζάρ, συμμοναστή τοῦ π. Πετρωνίου καί ψάλτη. Τήν χρονιά ἐρχομοῦ τοῦ π. Πετρωνίου στό Ἅγιον Ὄρος ἔγινε μεγάλος σεισμός (1978) καί σείσθηκαν ὅλα τά κτίρια καί ἔπεσαν οἱ σοφάδες. Οἱ Πατέρες τότε βγῆκαν στόν διαδρομο τῶν κελλιῶν τους καί ὁ π. Νεκτάριος τούς εἶπε νά τρέξουν ὅλοι πρός τήν ἔξοδο. Ἀλλά ὁ π. Πετρώνιος τούς εἶπε: «Ὄχι, ἀδελφοί, νά μείνουμε στά κελλιά μας καί νά κάνουμε προσευχή». Καί ἀπό τότε μέχρι τώρα δέν ἔγινε πάλι σεισμός. Ἐπίσης λέγεται ὅτι ὅλα αὐτά τά χρόνια ὁ π. Πετρώνιος ἔβλεπε καί αἰσθανόταν μία σκέπη καί μία εὐλογία πάνω ἀπό τήν Σκήτη μας. Αὐτό τό πρᾶγμα τό αἰσθάνθηκα καί τό εἶδα κι ἐγώ καί ἄλλοι πατέρες τῆς Σκήτης μας.


Τούς τελευταίους μῆνες οἱ σωματικές του δυνάμεις ἄρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν, μέ δυσκολία τόν βοηθοῦσε μία μαγκούρα πού κρατοῦσε μαζί του. Στήν συνέχεια χρειάσθηκε ἕνας ἀδελφός νά τόν συνοδεύη γιά νά μεταβαίνη στήν ἐκκλησία καί στήν τράπεζα. Κάποια ἡμέρα, αἰσθανθήκαμε ὅλοι μας, ὅτι ἡ ἐκκλησία ἦταν ἄδεια. Ἀπουσίαζε κάποιος. Ἦταν ὁ Γέροντάς μας. Εἶχε πέσει στό κρεββάτι. Ἐμάχετο μέχρι τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του νά μή κυριευθῆ ἀπό τήν ἀκηδία καί τήν φιλαυτία. Στήν ἀρχή σηκωνόταν καί στηριζόμενος στό ξύλο τοῦ κρεββατιοῦ ἔκανε μικρές μετάνοιες μέ τό χέρι λέγοντας καί τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Προσευχόταν μέ τήν εὐχή, ὅση ὥρα κρατοῦσε ἡ ἀκολουθία στήν ἐκκλησία, εἴτε ἐδιάβαζαν οἱ πατέρες τόν ὄρθρο, εἴτε τόν ἑσπερινό καί τό ἀπόδειπνο. Πάντοτε ἐρωτοῦσε τόν βοηθό του: «Ποῦ ἔφθασε ἡ ἀκολουθία; ἤ «Τί ὥρα εἶναι καί πότε θά ἔλθη ὁ ἐφημέριος ἱερεύς νά τόν κοινωνήση;» Μοναδική του ἐπιδίωξις καί συνηθισμένη του συνομιλία ἦταν τά θέματα τῆς προσευχῆς, τῆς Ἐκκλησίας καί βαθειά του ἐπιθυμία νά κοινωνῆ, ὅσο γίνεται συχνότερα, τά Ἄχραντα Μυστήρια. Τίποτε ἄλλο δέν τόν ἐνδιέφερε περισσότερο.


Στό διάστημα πού ἔμεινε στό κρεββάτι-70 ἡμέρες-δέν δεχόταν νά φάη κάτι, πρίν ἀπό τό πρόγραμμα φαγητοῦ τῆς Ἀδελφότητος στήν τράπεζα. Ὁ βοηθός του τόν προέτρεπε νά φάη, ἐνῶ ἐκεῖνος τόν ἐρωτοῦσε ἄν ἔφαγε ἡ ἀδελφότης, γιά νά φάη κι αὐτός ταυτόχρονα.


Βλέποντας ὅτι οἱ δυνάμεις του τόν ἐγκαταλείπουν, στίς 15 Ἰανουαρίου ἐπῆγα στό κελλί του νά τοῦ ζητήσω συγχώρησι, ἕνα λόγο πνευματικό καί τήν εὐλογία του. Πρῶτα αὐτός ἐζήτησε συγχώρησι ἀπό μένα. Μετά μέ προέτρεψε νά μή ξεχνῶ τίς μοναχικές μου ὑποσχέσεις, νά μή κάνω συγκαταβάσεις στούς λογισμούς μου καί γενικά συμβιβασμούς μέ τόν ἑαυτόν μου. Νά μή προκαλῶ σκάνδαλα καί νά ἐνισχύω τούς ἀδελφούς τῆς Σκήτης μας καί ὁ Κύριος θά μοῦ χαρίση ἕνα εἰρηνικό καί χριστιανικό τέλος.


Τόν ἐπισκέφθηκα γιά τελευταία φορά, λίγες ὧρες πρίν τήν ὁσιακή κοίμησί του. Αὐτός ὁ ὡραῖος καί ὑψηλός ἄνδρας, τώρα εἶχε φθάσει νά εἶναι μόνο τό δέρμα καί τά ὀστᾶ του. Εἶπα στόν βοηθό του, τόν π. Μόδεστο, ὅτι δέν θά ζήση ἀκόμη πολύ. Καί τήν ὥρα τοῦ Ἀποδείπνου ἐκτύπησε ἡ καμπάνα νά μᾶς ἀναγγείλη τήν μετάβασί του στίς αἰώνιες μονές».


Μαρτυρίες μοναχοῦ Γαβριήλ.
Στήν Σκήτη συνάντησα καί τόν μον. Γαβριήλ, ὑπογραμματέα, ὁ ὁποῖος μέ τήν εὐλογία τοῦ Δικαίου π. Ἀθανασίου, μοῦ εἶπε τά ἑξῆς γιά τόν μακαριστό Γέροντα:
«Τόν συνάντησα γιά πρώτη φορά στά γεράματά του. Ἤμουν τότε φοιτητής στήν Θεσσαλονίκη. Μέ τράβηξε ἡ μόρφωσίς του καί ἡ γαλήνια ἀσκητική του ὄψις.


Μέχρι στήν ἡλικία τῶν 85 ἐτῶν ἦταν ὁ ταμίας, ὁ γραμματεύς, ὁ λογιστής καί ὁ πρακτικογράφος τῆς Σκήτης μας. Αὐτός, ἐπειδή ἤξερε πολύ καλά καί τά ἑλληνικά, διεκπεραίωνε καί τήν ἀλληλογραφία μέ τούς Ἕλληνες.


Ἦταν πολύ εὐγενικός. Μᾶς ὡμιλοῦσε πάντοτε στόν πληθυντικό καί μέ τήν προσφώνησι: «Ὁσιώτατε» καί ὄχι «πάτερ». Ὁσάκις ἐσφάλαμε δέν μᾶς προσέβαλε, οὔτε μᾶς καλοῦσε ἰδιαιτέρως νά μᾶς ζητήση ἐξηγήσεις. Στήν ὁμιλία πού ἔκαμε κάθε Κυριακή βράδυ, μᾶς παρουσίαζε παραδείγματα ἁγίων μοναχῶν πῶς ἐνήργησαν στήν συγκεκριμένη περίπτωσι, πού ἐμεῖς ἐσφάλαμε, καί ἐμεῖς ἐπαίρναμε τό δίδαγμά μας.


Ὁσάκις μοναχοί ἤθελαν νά κάνουν ἕνα περίπατο σέ ἄλλα μοναστήρια τοῦ Ὄρους ἤ νά ταξιδεύσουν στόν κόσμο, εὕρισκαν ἀντιμέτωπο τόν Γέροντά μας, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε περιττές αὐτές τίς περιοδεῖες καί ψυχοβλαβεῖς τίς συναντήσεις μέ ἄλλους μοναχούς καί λαΐκούς. Γι᾿ αὐτό καί σπανίως τούς ἐπέτρεπε νά περιοδεύουν ἐδῶ κι ἐκεῖ.


Ὁ ἴδιος ἀπό τό 1978 πού μπῆκε στό Ἅγιον Ὄρος δέν ἐπῆγε πάλι στήν Ρουμανία παρά μόνο τό 1993, μετά ἀπό πρόσκλησι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, γιά νά εὑρεθοῦν καί οἱ δύο στά ἐγκαίνια τῆς μονῆς Σίμπατα.


Ὑποδεχόταν ὅλους τούς προσκυνητές μέ πολλή ἀγάπη καί εὐγενικό χαμόγελο. Τά καλοκαιρινά βράδυα, ὅπου οἱ προσκυνητές ἤρχοντο περισσότεροι ἀπό τήν Ρουμανία καί τήν Εὐρώπη καί τοῦ ζητοῦσαν λόγο παρηγορητικό, τούς συγκέντρωνε στό ἀρχονταρίκι καί τούς ὡμιλοῦσε γιά πολλή ὥρα, ἀπαντώντας καί στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματά τους.


Ἐδιάβαζε πολλά βιβλία καί ἰδιαίτερα τά θεολογικά. Ἐθαύμαζε  τούς παλαιούς συγγραφεῖς καί κατεδίκαζε μέ τόν λόγο του κάθε παραβίασι τῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς καί παραδόσεως. Ἀγαποῦσε καί ἐδιάβαζε ἰδιαίτερα τό αἰγυπτιακό Γεροντικό, τό Βιβλίο τῶν ἁγίων Ἰωάννου καί Βαρσανουφίου, τόν ἅγιο Ἰσαάκ καί τό ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή.


Ἐάν κάποιος εἶχε πειρασμό ἐπήγαινε ὀ ἴδιος στό κελλί του. Τοῦ κτυποῦσε τήν πόρτα καί μέ τήν ἄδειά του ἔμπαινε μέσα. Τόν ἄκουγε μέ ὑπομονή ἀκόμη καί μία ὥρα. Γιά νά τόν οἰκονομήση τοῦ ἔδινε εὐλογία νά ἐπισκεφθῆ τίς Μονές τοῦ Ὄρους ἤ, ἄν θέλη, νά πάη στήν Ρουμανία νά ἰδῆ τούς συγγενεῖς του.


Ὅταν κάποιος ἦταν ἄρρωστος, τόν ἐπισκεπτόταν στό κελλί του. Ἐφρόντιζε νά ἔχη μαζί του σοκολάτα, καραμέλλες, ἤ κάποιο φροῦτο. Τόν παρηγοροῦσε καί τοῦ εὐχόταν καλή ἀνάρρωσι καί κατόπιν ἐπιστροφή στό τυπικό τῆς Σκήτης,  δηλ.ἐκκλησία καί τράπεζα. Πάντοτε στούς ἄλλους συμπεριφερόταν μέ καλωσύνη, ἐνῶ στόν ἑαυτό του ἦταν σκληρός καί ἀσυγκατάβατος μέχρι τήν τελευταία του πνοή. Τόν ἐβλέπαμε νά εἶναι ἕτοιμος νά πέση κάτω ἀπό τό στασίδι, νά γέρνη τό στῆθος του καί τό κεφάλι του νά κρέμεται πρός τά κάτω καί νά μή συγκαταβαίνη νά καθίση λίγο.
Ἀπό τήν ἀδιάκοπη ὀρθοστασία, πρήσθηκαν τά πόδια του καί τά πνευμόνια του ἐγέμισαν ἀπό ὑγρό. Τότε βγῆκε στήν Θεσσαλονίκη γιά τήν θεραπεία του. Γενικά σπανίως ἔβγαινε στόν κόσμο.
Ἦταν βιαστής μοναχός, ἀκολουθώντας τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος πού ἔγραψε ὅτι: «Μοναχός ἐστι βία φύσεως διηνεκής».


Ἦταν πάπτωχος. Στό κελλί του εἶχε ἐλάχιστα βιβλία. Ἔπαιρνε δανεικά ἀπό τήν βιβλιοθήκη τῆς Σκήτης, τά ἐδιάβαζε καί τά ἐπέστρεφε. Σ᾿ ὅλη του τήν ζωή εἶχε ἕνα ράσο καλό κι ἕνα κουκούλι. Ἔπλενε τά ροῦχα του μόνος του στήν λεκάνη μέχρι τά βαθειά του γεράματα. Ἐνίοτε πατέρες τοῦ ἔπαιρναν στά κρυφά τά ροῦχα του καί τά ἔπλεναν.


Μισοῦσε τήν δόξα καί τήν τιμή. Ἐνῶ ἦταν ἀπό τήν Ρουμανία ἀρχιμανδρίτης οὐδέποτε ἐφόρεσε ἐπιστήθιο σταυρό. Δέν ἔβαλε ποτέ μανδύα σέ ἀγρυπνία ἤ σέ πανήγυρι. Δέν ἔδινε νά τοῦ ἀσπασθοῦν τό χέρι, ἀλλά τούς εὐχόταν: «Νά ἔχης τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ». Δέν δεχόταν ὑποδοχές, οὔτε περίμενε νά τοῦ ἀνοίξουν τίς πόρτες νά περάση πρῶτος. Δέν δεχόταν νά τοῦ βάζουν μετάνοιες. Οὐδέποτε κράτησε τό ἡγουμενικό του μπαστοῦνι, οὔτε καί στίς μεγάλες γιορτές καί πανηγύρεις. Μᾶς ἐδίδασκε τήν ἁγία ταπείνωσι μέ τά ἔργα του καί ποτέ μέ τά λόγια του.


Ὅσοι ἀπό τούς Ἕλληνες τόν ἐγνώρισαν τόν ἀγάπησαν καί τόν ἐξετίμησαν πολύ. Συχνά τόν προσκαλοῦσαν:


-Γέροντα, πότε θά ἔλθετε καί σ᾿ ἐμᾶς;


-Πότε, θά ἔλθω εἴπατε;


-Ναί, Γέροντα, νά σᾶς φιλοξενήσουμε νά μᾶς διδάξετε.


-Ποτέ. Ἀπαντοῦσε μονολεκτικά.


Σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Σκήτης μας, στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς οἱ διακονητές τῆς τραπέζης ἐμοίραζαν ἀπό ἕνα βάζο μέλι σέ κάθε ἀδελφό. Μία χρονιά μέ τόν μοναχό Κύριλλο ἐπήραμε τά βάζα νά τά μοιράσουμε. Κτυπήσαμε τήν πόρτα τοῦ Γέροντά μας. Μᾶς ἄνοιξε, ἀλλά θαμπωθήκαμε ἀπό μία λάμψι πού ἐξέπεμπε τό πρόσωπό του. «Ἔχω μέλι ἀπό τό περυσινό. Δέν θέλω ἄλλο». Ἔτσι μᾶς εἶπε καί συνεχίσαμε τήν δουλειά μας. Ἐκεῖνος μπῆκε ἀμέσως στό κελλί του. Εἶχε καταλάβει, ὅτι ἡ ἔλλαμψις τῆς μορφῆς του μᾶς εἶχε ἐντυπωσιάσει.


Ὅταν ἦταν νέος στήν Ρουμανία ἀρρώστησε. Ἔκανε ἐγχείρησι σκωληκοηδίτιδος καί ὑπέστη περιτονίτιδα. Ἔπρεπε λοιπόν νά κάνει πολλές ἐνέσεις. Ἀπό τήν ἰσχυρά δόσι τοῦ φαρμάκου, ἔχασε τήν ἀκοή του. Ἔκτοτε ἔβαλε συσκευή ἀκουστικῶν καί ἄκουγε ἀρκετά καλά. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο, δέν ἐξωμολογοῦσε τούς πατέρες τῆς Σκήτης, διότι δέν τούς ἄκουγε. Μᾶλλον ἀπό φόβο γιά τήν εὐθύνη τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν τους, ἐθεώρησε καλόν νά μήν ἐξομολογῆ, ἔχοντας ὡς σημαντική τήν πρόφασι τῆς βαρυκοΐας του».


Ἕνα ἀπό τά πνευματικά του τέκνα, λαϊκός θεολόγος σήμερα σέ θεολογική σχολή τῆς Ρουμανίας μοῦ ἔλεγε τά ἑξῆς γιά τόν Γέροντά του:


«Ὁ Γέροντάς μου τόσο πολύ ἀγαποῦσε τήν ἐκκλησία, ὥστε μᾶς ἔλεγε ὅτι καί στό κρεββάτι νά εἶναι ὁ χριστιανός ἄρρωστος θά προτιμήση νά πάη στήν ἐκκλησία, παρά νά μένη στό σπίτι.


Στήν ἀρχή τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὅταν ἦταν νεώτερος, κρατοῦσε πενθήμερη νηστεία, ἐνῶ τήν τριήμερη κρατοῦσε μέχρι τόν θάνατό του.


«Σκοπός τῆς ζωῆς μας, ἔλεγε, εἶναι νά αἰσθανώμεθα πάντοτε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Αἴσθησις Θεοῦ σημαίνει καρπός τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Χωρίς αὐτή τήν αἴσθησι εἶναι ἄκαρπη ἡ πνευματική ζωή».


Δέν χρησιμοποιοῦσε τεχνικές μεθόδους γιά τήν προσευχή, ὅπως αὐτές ἀναφέρονται ἀπό μερικούς Πατέρες στήν Φιλοκαλία. Γι᾿ αὐτόν πρόοδος στήν προσευχή ὑπάρχει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ ταπείνωσι καί ἀσκητική ζωή, δηλαδή, ἐκπλήρωσις τῶν θείων ἐντολῶν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ τόν Θεό, ὁ Θεός ἐνεργεῖ πάντοτε ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου.


Μέγα χάρισμα τοῦ Γέροντος ἦταν ἡ ἀνεξικακία του. Κάποτε ἕνας ἀδελφός ἀπό τούς παλαιοτέρους σέ ἐκρηκτικές στιγμές τοῦ θυμοῦ του, σήκωσε χέρι καί ἐράπισε τόν Γέροντα. Ἐκεῖνος, ὄχι μόνον ἐσιώπησε, ἀλλά καί τόν ἐσυγχώρησε ἀπό καρδίας καί οὐδέποτε τόν κακολόγησε.


Ἕνας ἄλλος ἀδελφός τόν ὕβρισε ἐνώπιον καί ἄλλων ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τόν ἐκδιώξουν ἀπό τήν Σκήτη τους. Τότε ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Νά μή διώξετε τόν ἀδελφό μας. Τί θά γίνη μέ τήν ψυχή του; Ἐγώ εἶμαι ὑπεύθυνος καί τί ἀπολογία θά δώσω γι᾿ αὐτόν στόν Δικαιοκρίτη Θεό, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως;» Μάλιστα ἐπῆγε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντάς μας καί τοῦ ἐζήτησε συγγνώμη, διότι φοβήθηκε μήπως ἔφταιξε ἀπέναντί του σέ κάτι καί θά ἔχη εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.


Μία ἄλλη φορά, μερικοί ἀδελφοί τῆς Σκήτης, ὑποκινούμενοι ἀπό τόν πειρασμό, ἐπῆγαν καί κατήγγειλαν τόν Γέροντά τους στήν κυρίαρχη Μονή, προκειμένου νά τόν ἐκδιώξουν ἀπό τό ἀξίωμά του. Ὅταν τό ἔμαθε αὐτό ὁ Γέροντάς τους, εἶπε στούς ἄλλους νά κάνουν ἐπί μία ἑβδομάδα προσευχή μέ νηστεία καί θά γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.


Πράγματι, ἀπεσοβήθη κάθε ἀντίθετη ἐνέργεια καί ἐπῆλθε εἰρήνη καί ἀγάπη ὅλων τῶν ἀδελφῶν, χάρις στήν προσευχή καί τήν ἀνεκτικότητα τοῦ Γέροντός των. Οἱ ἀδελφοί πού τόν κατήγγειλαν, τοῦ ἐζήτησαν συγγνώμη. Τοῦ ἔβαλαν μετάνοια καί τοῦ ἀσπάσθηκαν τό χέρι.


Συχνά ἐγκωμίαζε τούς παλαιοτέρους ἡσυχαστές τοῦ Ὄρους καί μᾶς ἐτόνιζε τήν ἁπλότητα στήν περιβολή, στό βάδισμα, στήν ψαλμωδία καί στήν συμπεριφορά. Τό μεγαλύτερη κήρυγμα γιά ὅλους μας ἦταν ἡ καθημερινή ζωή του, ὅπου ἀγωνιζόταν χωρίς τήν παραμικρή συγκατάβασι στήν ἀκριβή ἐφαρμογή τοῦ τυπικοῦ τῆς Σκήτης καί τῶν πνευματικῶν του καθηκόντων.

Συμμετεῖχε μέ πόνο στά μεγάλα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κόσμου. Ἐνίοτε ὁ σεβαστός Γέροντάς  μας, τόν προέτρεπε νά γράφη ἄρθρα πνευματικά γιά τό ἐτήσιο περιοδικό τῆς Μονῆς μας «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος». Ἀνταποκρινόταν μέ ὑπακοή ὁ μακαριστός π. Πετρώνιος. Ὅλα αὐτά τά ἄρθρα καί ἄλλα πού κυκλοφόρησαν στήν Ρουμανία, μεταφράσθηκαν καί ἀπετέλεσαν τό βιβλίο του μέ τίτλο: «Ἡ κλῆσις τῆς Ὀρθοδοξίας».


Τό βιβλίο του «Ἡ θύρα τῆς μετανοίας», μεταφράσθηκε καί ἐκδόθηκε στά ἑλληνικά. Τό περιεχόμενο του σχετικό μέ τά βαθειά νοήματα τῶν Κυριακῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὠφέλησε πολύ, ὅσους τό ἐδιάβασαν.


Τό βιβλίο του «Εἰκόνες πραότητος», μεταφρασμένο κι αὐτό στά ἑλληνικά, περιέχει ἐν συντομία τήν ζωή καί τά θαυμαστά ἔργα ἁγίων κληρικῶν καί μοναχῶν, τούς ὁποίους ἐγνώρισε προσωπικά ὁ Γέροντας κατά τήν πολύχρονη πορεία τῆς ζωῆς του καί πολλά ὠφελήθηκε ἀπ᾿ αὐτούς, ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος.


Παρά τά πολλαπλά του καθήκοντα καί τίς πολύωρες καθημερινές ἀκολουθίες, εὕρισκε χρόνο νά ἀσχολῆται καί μέ τήν μετάφρασι βιβλίων ἀπό τά ἑλληνικά στά ρουμανικά. Ἔτσι, μετέφρασε τό βιβλίο: «Ἕνας ἀσκητής ἐπίσκοπος», τοῦ ὁποίου μετά ἀπό λίγα χρόνια μεταφράσθηκε καί ἡ ἀσματική του ἀκολουθία ἀπό ἄλλους Ἀδελφούς.


Ἐπίσης μετέφρασε τό βιβλίο: «Ὁ Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας», ὅπου περιγράφονται οἱ μονές πού κτίσθηκαν στήν βυζαντινή ἐποχή γύρω ἀπό τό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἀκόμη μετέφρασε καί τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, τό ὁποῖον ἀναφέρεται στήν συχνή συμμετοχή στά Ἄχραντα Μυστήρια. Διά τῆς ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου αὐτοῦ στήν Ρουμανία ἐστάλησαν στόν λαό της τά πρῶτα σωτήρια μηνύματα περί συχνῆς Θείας Μεταλήψεως, καθ᾿ ὅσον ἡ Θεία Κοινωνία ἐκεῖ ἐπιτρεπόταν τρεῖς φορές τόν χρόνο. Μέχρι καί τώρα ἀκόμη δέν ἔχει ἐπιτευχθῆ ἀνάμεσα στόν εὐσεβῆ λαό ἡ συχνή Θεία Κοινωνία. Ὑπάρχουν ἀκόμη καί μοναστήρια, ὅπου στήν Θεία Κοινωνία προσέρχονται οἱ μοναχοί 3-5 φορές τόν χρόνο!


Ἤθελε νά γράψη ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἕνα Γεροντικό μέ τήν διδασκαλία Ρουμάνων ἁγίων Πατέρων. Ἀλλά δέν ἐπρόλαβε. Τό Γεροντικό ὅμως αὐτό καταρτίσθηκε καί ἤδη ὑπάρχει στήν ἑλληνική γλῶσσα καί εἶναι εὐρέως διαδεδομένο στήν Χώρα μας.


Ἀγαποῦσε πολύ τόν Γέροντά μας καί τήν ἱερά Μονή μας. Ὁσάκις ἐρχόταν ἐρωτοῦσε τόν Γέροντα γιά νά παίρνη ὁδηγίες πρακτικές καί νά τίς ἐφαρμόζη καί στό δικό του κοινόβιο. Τό 1988 ἐζήτησε ἀπό τόν Γέροντά μας τήν εὐλογία νά τόν συνοδεύση κάποιος ἀδελφός διά νά μεταβῆ γιά πρώτη φορά στήν Πελοπόννησο καί νά γνωρίση τά μοναστήρια της. Ἐπισκέφθηκε ἐπί μία ἑβδομάδα πολλά μοναστήρια καί ἐπέστρεψε στόν Ἄθωνα κατενθουσιασμένος.


Κατά τήν περίοδο τῆς διακονίας του ὡς ὑπευθύνου Γέροντος τῆς κοινοβιακῆς σκήτης, πάρα πολλά ἔργα ἐμπῆκαν στήν εὐθεία ὁδό. Ἀποφασίσθηκε ἡ καθημερινή θεία Λειτουργία καί ἡ κοινοβιακή τράπεζα φαγητοῦ. Μέχρι τότε ἡ Σκήτη ἦταν σέ μεγάλη παρακμή. Λόγῳ τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στήν Ρουμανία ἐλάχιστοι νέοι μοναχοί ἤρχοντο. Ἐστεροῦντο καί τῶν βιοποριστικῶν τους ἀγαθῶν. Τό ρουμανικό Πατριαρχεῖο τούς ἔστελλε κατά καιρούς καί μέ πολλές δυσκολίες, ξερά φασόλια. Μέ αὐτά καί μέ τήν βοήθεια τῶν ἰδικῶν τους κηπουρικῶν προϊόντων περνοῦσαν τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς τους. Ἀπό πλευρᾶς κτιρίων, εὑρίσκοντο ὅλα σέ ἐρειπιώδη κατάστασι, ἐκτός τῆς ἀνατολικῆς πτέρυγος πού διετηρεῖτο κάπως καλλίτερα. Οἱ σοβάδες ἀπό τίς παλιές ἁγιογραφίες τῆς ἐκκλησίας ἔπεφταν συνεχῶς καί ὁ Ἐκκλησιαστικός ἦταν μέ τό φαράσι καί τήν σκούπα στό χέρι. Σ᾿ ὅλα τά δωμάτια ἔμπαινε τό βρόχινο νερό, μή ἐξαιρουμένης καί τῆς ἐκκλησίας.


Ἐπειδή εἶχε ἀξίους καί δραστηρίους συνεργάτες, ὅπως τόν ἱεροδιάκονο Ἰουστιανιανό, τόν νῦν Δικαῖο π. Ἀθανάσιο καί τούς μοναχούς Πρόδρομο καί Ἰορέστ, καί ὅλους γενικά τούς ἀδελφούς, κατώρθωσε καθ᾿ ὅλην τήν περίοδο τῆς ἐναρέτου πολιτείας του νά ἀνακατασκευάση τήν Σκήτη. Ἔτσι ἐπετεύχθη ἡ ἀνακαίνισις τοῦ κεντρικοῦ ναοῦ, ἡ ἁγιογράφησίς του μέ τήν ἁγιογραφική τέχνη Fresco καί ὁ ἐξωραϊσμός του. Ταυτόχρονα ἐπεσκευάσθηκαν τά κτίρια τῆς σκήτης, ὠργανώθηκε ἡ βιβλιοθήκη, λειτουργοῦν ἤδη ἐργαστήρια ἁγιογραφίας, βιβλιοδεσίας, ξυλογλυπτικῆς. Τελείωσαν οἱ ἐγκαταστάσεις τῶν ἡλιακῶν συσσωρευτῶν μέ ἄφθονη τήν παροχή ρεύματος διά  τήν λειτουργία ὅλων τῶν ἐργαστηρίων καί τῶν οἰκιακῶν συσκευῶν. Διανοίχθηκε δρόμος πού συνέδεσε τήν Σκήτη μέ τήν Κυρίαρχη μονή τῆς Λαύρας καί ἐν συνεχεία μέ τίς Καρυές καί τήν Δάφνη. Καταργήθηκε ἡ διά θαλάσσης μεταφορά τῶν προϊόντων τους ἀπό τόν λίαν ἀνώμαλο τρακτερόδρομο, ὅπου πολλές φορές ἐκινδύνευσαν οἱ πατέρες μαζί μέ τό τρακτέρ νά γκρεμισθοῦν κάτω στά βράχια.


Χάρις στήν ἀφοσίωσί του στήν ἡσυχία καί στήν προσευχή, ἦλθαν κοντά του πολλοί μοναχοί ἀπό τήν Ρουμανία. Ἔτσι ἡ σκήτη ἔφθασε σέ μεγάλη ἀκμή ἐπί τῶν ἡμερῶν του καί ἡ ἀδελφότης ἔφθασε τούς 40 πατέρες.


Ὁ μακαριστός Γέροντας π. Πετρώνιος ἦταν περικεκοσμημένος μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα. Ἦλθε στολισμένος μέ τά χαρίσματα αὐτά ἀπό τήν πατρίδα του, τά ὁποῖα ἐπηύξησε ἐδῶ στόν οὐρανογείτονα Ἄθωνα. Ἀγάπησε πολύ τό Ἅγιον Ὄρος. Ἦτο πολύ αὐστηρός στόν ἑαυτό του καί διδακτικός πρός τούς ἄλλους. Ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπό κάθε τι τήν ἐκκλησία καί τίς Ἀκολουθίες. Παρότι ἦταν πολύ αὐστηρός στόν ἑαυτό του, δέν ἔκρινε κανέναν, οὔτε ἐπίεζε τούς πατέρες νά ἔρχωνται στήν ἐκκλησία. Ὅταν κάποιος τόν ἐρώτησε γιατί δέν εἶναι αὐστηρός στό θέμα ἐκκλησιασμοῦ τῶν μοναχῶν, τοῦ ἀπήντησε μονολεκτικά: «Μά δέν βλέπουν πῶς ζῶ ἐγώ; Τί ἄλλο κήρυγμα νά τούς κάμω;» Ὅμως, μετά ἀπό ἀγρυπνίες, κατά τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ τούς ἀνέπτυσσε θεολογικά τό νόημα τῶν ἑορτῶν καί πάντες ἐξίσταντο γιά τό βάθος τῶν γνώσεών του καί τό ὕψος τῶν νοημάτων του.


 Ἦτο διδάσκαλος τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καί ἔμπειρος πρωτοψάλτης. Μαζί μέ τόν γέροντα πρωτοψάλτη Νεκτάριο μοναχό (ἡλικίας τώρα 77 ἐτῶν) ἐπιτελοῦσαν τίς ἀγρυπνίες τῆς σκήτης τους, βοηθούμενοι ἀπό τούς νεωτέρους ἀδελφούς.


Τήν ἑλληνική γλῶσσα εἶχε μάθει, ὅταν ἐσπούδαζε στην ἐκκλησιαστική σχολή τῆς μονῆς Νεάμτς. Στήν Σκήτη του δέν ἔπαυσε νά διαβάζη χριστιανικά περιοδικά, τόν «Ὀρθόδοξο Τύπο», θεολογικές μελέτες καί γενικά νά ἐνημερώνεται γιά ὅλα τά θέματα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν σχέσεών της μέ τίς ἄλλες λεγόμενες «ἐκκλησίες».


Καθημερινά δεχόταν ὁμάδες εὐσεβῶν ρουμάνων ἀπό τήν Ρουμανία καί τό ἐξωτερικό, οἱ ὁποῖοι τοῦ ζητοῦσαν λόγον παρηγορίας καί ἀπάντησι γιά τά προβλήματά τους, λόγῳ τῆς κρισιμότητος τῶν καιρῶν. Ἀλλά καί Ἕλληνες, μοναχοί καί λαϊκοί, ἀκόμη καί ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Σιατίστης κυρός Ἀντώνιος, ἐδῶ ἤρχοντο καί ἤκουαν ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Τούς ὡμιλοῦσε μέ αὐθεντία, μέ σιγουριά μέ εὐθύνη. Ἀκουμβοῦσαν στά λόγια του καί τά ἐδέχοντο σάν λόγια τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι᾿ αὐτό καί ἔφευγαν χαρούμενοι ἀπό κοντά του καί κρατοῦσαν σάν ἀσύλητο θησαυρό τίς πολύτιμες συμβουλές καί ὁδηγίες του. Ὅ,τι δουλειές καί νά εἶχε, τίς παραμέριζε γιά νά ὑποδεχθῆ τούς ἐπισκέπτας του. Πολλές φορές μιλοῦσε προφητικά καί ἐνέπνεε τούς ἀκροατές του, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμοντο ἀπό τά μελισταγῆ χείλη του. Μετά τό Μικρό Ἀπόδειπνο συγκεντρώνοντο οἱ Ρουμᾶνοι χριστιανοί στό Ἀρχονταρικι διότι ἐρχόταν νά τούς ὁμιλήση ὁ Γέροντας. Εἶχε βαθειά ἀγάπη γιά τήν Ὀρθοδοξία μας. Χαιρόταν ἤ καί ἐλυπεῖτο γιά τά διάφορα γεγονότα καί περιστατικά τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Παρότι ἦλθε στό Ὄρος σέ ἡλικία 62 ἐτῶν, ἐγκολπώθηκε ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος, τό ἀγάπησε μέ πάθος, τό ὑπηρέτησε, τό ἐτίμησε μέ τήν ἁγία βιοτή του καί σ᾿ Αὐτό ἄφησε καί τό ἀσκητικό του λείψανο.


Μετά τήν πτῶσι τοῦ Καθεστῶτος, τό 1989, ἡ Ἐκκλησία στήν Ρουμανία, εἶχε τελείως ἀποδιοργανωθῆ. Τόν ἐκάλεσαν ν᾿ἀναλάβη τήν πατριαρχεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Χώρας του, ἀλλά ἀρνήθηκε, προφασιζόμενος ὅτι εἶναι κουφός καί μέ βλαμμένους τούς ὀφθαλμούς του. 


Εἶχε κερδίσει τήν ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη ὅλων τῶν μοναχῶν τῆς συνοδείας του, οἱ ὁποῖοι καί τόν ἐσέβοντο καί τόν ὑπάκουον. Περίπου ἕνα μῆνα πρίν τήν ὁσιακή κοίμησί του, ὑπέβαλε τήν παραίτησί του ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ Δικαίου τῆς Σκήτης. Ἡ ἀδελφότης ἐν συνεχείᾳ, χωρίς προστριβές καί διχόνοιες προχώρησε ὁμαλά στήν ἐκλογή τοῦ νέου Γέροντος ἱερομ. π. Ἀθανασίου.


Στήν κηδεία του, δέν αἰσθάνθηκε κανείς ἴχνος λύπης, ἀλλά ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα. Πολλή χαρά πνευματική εἶχε κατακλύσει τάς καρδίας ὅλων μας. Γι᾿ αὐτό ἀσπαζόμενοι τό ἱερό του λείψανο, εἴχαμε τήν αἴσθησι ὅτι προπέμπουμε ἕνα μεγάλο ἁγιορείτη ὅσιο Πατέρα, στόν ὁποῖον δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά τόν παρακαλοῦμε: «Ὅσιε πάτερ ἡμῶν Πετρώνιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν».


Κατά τήν ταφή του, ἔσπευσαν πάνω ἀπό 400 ἀδελφοί νά τόν ἀποχαιρετίσουν. Προσῆλθαν πολλοί ἀπό τό Ἅγιον ὄρος, ὁ ἐπίσκοπος Ροδοστόλου θεοφ. κ. Χρυσόστομος, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκπρόσωποι τοῦ πατριάρχου Ρουμανίας, ἐκπρόσωπος τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν τῆς Ρουμανίας, κληρικοί καί λαϊκοί ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ὅλοι σχεδόν οἱ ρουμᾶνοι μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους.


Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριάρχου Ρουμανίας ἀρχιμ. π. Τιμόθεος εἶπε τά ἐξῆς ἀξιομνημόνευτα στήν κηδεία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος: «Ὁ π. Πετρώνιος παραμένει στήν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἕνας ἀφοσιωμένος μοναχός, σοφός ἡγούμενος καί χαρισματοῦχος συγγραφεύς». Ἐνῶ ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν τῆς Ρουμανίας κ. Θεοδώρου Μπακόνσκι, ἐδιάβασε τά ἑξῆς: «Ὅσοι τόν ἐγνώρισαν θά μαρτυρήσουν διά τήν ταπείνωσιν καί τό πνευματικό χάρισμά του. Θά θαυμάσουν τόν ζῆλο του καί θά ἀνακαλύψουν τό θαυμάσιο ἔργο του μέ τήν ὀργάνωσι τῆς Σκήτης καί τῆς βιβλιοθήκης. Ἐκοιμήθη ἕνας ἐν Χριστῶ ἀσκητής, ἕνας λόγιος βιβλιόφιλος καί καλός διαχειριστής τῶν μοναχικῶν ὑποθέσεων. Ὡς ἄνθρωπος καί ὡς ὑπουργός ὑποκλίνομαι ἐνώπιον τοῦ τολμηροῦ ἔργου αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἁγίου ἀνθρώπου....Στό Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν οἱ Πατέρες τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης καί ὅλοι οἱ ρουμᾶνοι ἁγιορεῖτες μοναχοί θά εὑρίσκουν πάντοτε μία πόρτα ἀνοικτή».


Δέν κρατήθηκαν οὔτε οἱ ρουμᾶνοι, οὔτε οἱ Ἕλληνες μοναχοί καί μέ μία πανηγυρική ἰαχή τοῦ ἔψαλλαν τά ἀναστάσιμα τροπάρια καί τό «Χριστός Ἀνέστη».


Αἰωνία σου ἡ μνήμη σεβαστέ μας π. Πετρώνιε. Πρέσβευε στόν Φιλάνθρωπο Θεό μας γιά νά ἐπιτύχουμε κι ἐμεῖς τῆς ἰδικῆς σου πορείας καί χάριτος.  Ἀμήν.


Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Ἰούλιος 2012.

Ἀρνίον Ἑστηκὸς...

μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ