Τό θέλημα στόν ἄνθρωπο εἶναι καρπός τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ὡς μέγιστο δῶρο στήν ζωή του. Χάρις στήν ἐλευθερία του, στήν λογική καί σ᾿ ὅλες τίς διανοητικές καί πνευματικές λειτουργίες του ξεχωρίζει ἀπό τήν ἄλογη κτίσι καί συμπεριφέρεται ὡς λογική ὕπαρξις. Μέ τά χαρίσματα αὐτά ὁ ἄνθρωπος κάνοντας καλή χρῆσι τῆς ἐλευθερίας του δημιουργεῖ κοινωνίες, πολιτισμό, κυβερνᾶ σάν μικρός θεός τήν ἄλογη κτίσι καί τήν ὑποτάσσει στήν ὑπηρεσία του.
Μέ τήν σωστή χρῆσι τῆς ἐλευθερίας του ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή πλάσθηκε "κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ", ἠμπορεῖ νά φθάση καί σέ πνευματικά ὕψη, ἐπικοινωνώντας μέ τό Θεῖον καί νά ἐξομοιωθῆ μέ τόν Θεόν κατά χάριν.
Παρότι ὁ ἄνθρωπος προικίσθηκε μέ τ᾿ ἀνωτέρω χαρίσματα, ἡ πτῶσις του στό πρόσωπο τῶν Πρωτοπλάστων τοῦ ἐστέρησε αὐτήν τήν δυνατότητα ἀπροσκόπτου ἀναβάσεώς του σέ πνευματικές σφαῖρες. Μέ τήν πτῶσι αὐτή ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότης στενάζει καί ὀδύρεται, ἀκόμη καί ἡ ἄλογη κτίσις, διότι ἀναταράχθηκαν οἱ εἰρηνικές σχέσεις μέ τόν Δημιουργό Θεό. Ἔκτοτε τό κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, ὄντας ἠμαυρωμένο καί ἀλλοιωμένο ἀπό τήν προσβολή τῆς ἁμαρτίας, ἀδυνατεῖ νά ἐπαναφέρη τήν ἁρμονία τῶν σχέσεων ἀνθρώπου καί Θεοῦ.
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ ἐπιστροφή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου γίνεται μέ τήν ἔνταξί του στούς κόλπους τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ εἴσοδος ἐπιτυγχάνεται μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καί τοῦ Ἱεροῦ Χρίσματος διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν ἐνοχή τοῦ ἁμαρτήματος τῶν Πρωτοπλάστων καί στολίζεται δυνάμει μέ τά Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἐπανέρχεται καί πάλι στούς κόλπους τῆς Πατρικῆς ἀγκάλης. Ὁ Θεός ὑποδέχεται τόν νέον ἄνθρωπο, πού ἀνακαινίσθηκε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καί τόν ἀποκαθιστᾶ στήν παλιά του δόξα, πού εἶχε προτοῦ νά πέσουν οἱ Πρωτόπλαστοι. Ἡ ἁμαρτία ὅμως ἤδη ἔχει ἀφήσει μέσα στήν ὕπαρξί του τά ἰοβόλα δήγματά της. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε διά τῶν Μυστηρίων τίς θεῖες δωρεές, ἀλλά δέν θά ἠμπορέση νά τίς ἀξιοποιήση, ἐάν δέν εὑρίσκεται σέ συνεχῆ σχέσι καί πνευματική ἐπικοινωνία μέ τόν χορηγό τῶν δωρεῶν, τόν Κυριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Μόνο μέ τήν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καταπολεμοῦνται σταδιακῶς οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ μέσα μας καί αὐξάνονται τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος βαδίζει στό καθ᾿ὁμοίωσιν, πού εἶναι ὁ θεῖος προορισμός του.
Παρότι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἐλεύθερος, δέν τοῦ ἐπιτρέπεται νά χειρίζεται τήν ἐλευθερία του, ὅπως τοῦ ἀρέσει, διότι δέν θά φθάση ποτέ στήν θεοκοινωνία. Τό ἀνθρώπινο θέλημα, ἔξω ἀπό τόν Εὐαγγελικό Νόμο, εἶναι ὀδυνηρά δουλεία στήν ὑπηρεσία τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐφ᾿ ὅσον ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπιθυμεῖ νά τό ὑποτάξη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἠμπορεῖ νά ὁδηγηθῆ στήν ἐν Χριστῶ ἐλευθερία.
Μακράν λοιπόν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας του ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐλεύθερος. Δέν ἠμπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο μέ μία τελεία καί εἰλικρινῆ ἀγάπη. Δέν πορεύεται πρός τόν ἁγιασμόν καί τήν ἐλπίδα ἀπολαύσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Δέν ἔχει ἀποδεσμευθῆ ἀπό τά ἐπίγεια καί δέν ἠμπορεῖ ποτέ νά φθάση στά ἐπουράνια. Καί τοῦτο διότι δέν θέλει νά ὑποτάξη τό θέλημά του στό θεῖο Θέλημα, στίς θεῖες ἐντολές καί ἀρνεῖται τήν ζωντανή κοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό. Φοβᾶται ὅτι, ἄν ὑποταχθῆ στόν Θεό, θά σκλαβωθῆ περισσότερο, διότι δέν θά κάνη ὅ,τι ἐφάμαρτο καί πονηρό, τόν ὠθεῖ νά πράττη ἡ ἀρρωστημένη του φύσις. Ἔτσι, παραμένει ἁμαρτωλός, ἀλύτρωτος, ἀκοινώνητος, ἀπάνθρωπος, δαιμονιώδης.
Ἐχθρός αὐτοῦ τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, πού ἀρνεῖται τούς καρπούς τοῦ Θείου Πνεύματος, εἶναι στήν ζωή μας ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ Μοναχισμός. Εἶναι ἡ ἐξαιρετική ἐκείνη στρατιά τῶν ἀφοσιωμένων ἀνθρώπων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἡ ὁποία ἀποφασίζει νά ὑποτάξη τό ἁμαρτωλό θέλημά της στό θεῖο Θέλημα. Ἀρνεῖται τίς δικαιολογίες τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου καί ἔρχεται στόν ἀγωνιστικό χῶρο τῆς μοναστικῆς πολιτείας ν᾿ ἀποδείξη ὅτι ἡ ὑποταγή τοῦ κοσμικοῦ θελήματος καί φρονήματος στόν Θεό, δέν εἶναι μία αἰώνια δουλεία, ἀλλά μία αἰώνια ἐλευθερία ψυχῆς τε καί σώματος. Εἶναι μία ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐπάρατη κακία, τῆς ὁποίας οἱ πλόκαμοι εἶχαν ἀσφυκτικά περιτυλίξει σάν ὀκταπόδι τήν ὅλη προσωπικότητά του.
Τό θαυμαστό τοῦτο ἔργο τῆς σταδιακῆς καθάρσεως τῶν ἐμπαθῶν πράξεων καί λογισμῶν δέν εἶναι προσπάθεια ὀλίγων μηνῶν ἤ καί ἐτῶν. Εἶναι μία ἀποφασιστική μάχη πού δίνεται σ᾿ ὁλόκληρη τήν ἐπί τῆς γῆς βιοτή τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς τοῦτο νά σημαίνη ὅτι θά παύση νά ἀσχολῆται καί μέ τίς ἐπί μέρους βιοτικές του ἐνασχολήσεις. Ἄλλωστε ὁ ἀγῶνας, ὡς γνωστόν, εἶναι πνευματικός, καί δέν ἠμπορεῖ νά εἰπῆ κάποιος ὅτι ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στήν διεκπεραίωσι ἀνθρωπίνων ὑποχρεώσεών του.
Ἡ ἀρχή γιά τήν συνεχῆ ἐκκοπή τῶν θελημάτων τοῦ μοναχοῦ εἶναι μία πραγματική αἱματοχυσία. Ὄντας ὁ νοῦς του ἐπηρεασμένος ἤ σκοτισμένος μέ τήν παχυλή θολούρα τῆς κοσμικῆς νοοτροπίας, ἀντιδρᾶ πρός τόν Γέροντά του, ἐνίοτε καί μέ ἐκφράσεις πού ἐκδηλώνουν κατά βάθος τόν ἐγωϊσμό καί τήν φιλαυτία του. Εἶναι σχεδόν ἀδύνατον νά γνωρίζη ἐξ ὑπαρχῆς εἰς ποῖα εὐώδη λειβάδια θά τόν ὁδηγήση σταδιακῶς ἡ ἐκκοπή τῶν ἐγωϊστικῶν θελημάτων του. Οἱ ἀντιδράσεις του συνεστιάζονται στήν ἀντίληψι ὅτι εἶναι λογικό αὐτό πού ἐπιθυμεῖ νά κάνη, ὅτι ὁ Γέροντάς του ἐπιδιώκει νά τόν προσβάλλη, ὅτι δέν τόν ἀγαπᾶ, ὅτι συνεχῶς τοῦ ἐπιτίθεται μέ γλῶσσα τραχεῖα, ὅτι, ὅτι, ὅτι....
Ὅταν ὁ μοναχός ἀρνεῖται πεισμόνως νά κόψη ἐνώπιον τοῦ Γεροντός του τά θελήματά του, εἶναι ὡσάν νά ὑπογράφη τήν καταδίκη του. Ὁμολογεῖ δηλαδή μέ παρρησία ὅτι μένει ἱκανοποιημένος μ᾿ αὐτό πού εἶναι. Δέν ζητεῖ ἄλλη περαιτέρω πνευματική ἀνάβασι. Θεωρεῖ σάν πρόοδο στόν μοναχισμό μόνο τήν δρᾶσι, τήν καθιερωμένη Ἀκολουθία, τόν Κανόνα τῆς προσευχῆς, ἀλλά ὄχι καί τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματός του. Αἰσθάνεται βαρειά τραυματισμένος, ἐάν ὁ Γέροντάς του τόν ἀναχαιτίση στήν ἐπιβολή τοῦ θελήματός του. Μπαίνει στό κελλί του, μελετᾶ τό ζήτημα καί ἑτοιμάζεται νά προβῆ σέ ἐξηγήσεις...Τρέχει στόν Γέροντα...Τοῦ ζητεῖ νά κάνη αὐτός ὑπακοή στό θέλημά του. Τοῦ ζητεῖ νά τόν οἰκονομήση. Ἀλλιῶς ἀπειλεῖ ὅτι θά πάρη τά βουνά....Θά ἀναχωρήση στόν κόσμο νά γίνη ποιμένας ἄλλων χαμένων λογικῶν προβάτων, ἀφοῦ ἀπέτυχε ὁ ἴδιος νά γίνη λογικόν πρόβατον τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ.
Ἀπ᾿ἐδῶ ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφος πορεία. Νά γίνεται ὑποτακτικός ὁ Γέροντας καί γέροντας ὁ ὑποτακτικός του. Καί, ναί μέν ὁ Γέροντας τόν οἰκονομεῖ καί τόν ὑπακούει, ἀλλά ὁ ὑποτακτικός δέν προοδεύει. Παραμένοντας ἔτσι δέν θά γνωρίση ποτέ τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας μέσῳ τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματός του, τό ὁποῖον ἀγάπησε πάνω ἀπό κάθε τι ἐπίγειο.
Ἡ συμπεριφορά ἑνός τέτοιου θεληματάρη μοναχοῦ, κάθε ἄλλο παρά πνευματική εἶναι. Εἶναι παντοτεινά ἀφοσιωμένος στήν ἀκριβῆ ἐφαρμογή τοῦ προγράμματός του, ὅπως ἐκεῖνος τό ἔχει καθιερώσει. Θεωρεῖ ἀποτυχία τήν ὁποιαδήποτε ξένη ἔξωθεν ἐπέμβασι. Γι᾿ αὐτό καί δέν ἐξωτερικεύει τίς σκέψεις τους σέ κανέναν, διότι εἶναι πεπεισμένος ὅτι ἐνεργεῖ ἀλανθάστως καί προοδευτικῶς. Δέν ζητεῖ τήν συμβουλή κανενός, οὔτε καί τόν Γέροντά του ἐνημερώνει ἐπαρκῶς, γιατί φοβᾶται μήπως τόν ἐνοχλήσει ἔστω καί στό ἐλάχιστον ἀπό τό πρόγραμμά του. Μέσα στόν νοῦ του δέν ἠμπορεῖ νά γεννηθῆ ὁ λογισμός τῆς μετανοίας, διότι δέν ἔχει ἀμφιβολία ὅτι σφάλλει σέ κάτι. Ἐάν κάποιος Ἀδελφός πληγωθῆ ἐξ αἰτίας του, δέν ἔχει τήν συναίσθησι νά ὁμολογήση ὅτι ἔσφαλλε ἀπέναντί του, γι᾿ αὐτό καί θεωρεῖ περιττό νά τοῦ ζητήση συγχώρησι.
Ὁ μοναχός πού διακονεῖ ἐπί πολλά χρόνια στήν ἴδια ὑπηρεσία, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται, ἀποκτᾶ δικαιώματα. Τό θεωρεῖ ἐπιβεβλημένο καί αὐτονόητο νά παραμένη ψάλτης μονίμως στό στασίδιο, διότι μόνο αὐτός γνωρίζει μουσικά, εἶναι ἀρχαιότερος καί μουσικόλαλος. Οἱ νεώτεροι, ἔστω καί χαρισματοῦχοι στήν ψαλτική, ἀπορρίπτονται παταγωδῶς, ἕνεκα ἐλλείψεως δικαιωμάτων.
Ὁ ἐφημέριος τοῦ Μετοχίου προσπαθεῖ τό συντομώτερον νά ἀποσυνδεθῆ καί ἀπό ἄλλες ἐξαρτήσεις μέ τήν Ἱερά Μονή του, ὥστε νά θεωρῆται ἰδανική ἡ ἐκλογή του στήν διακονία αὐτή καί τυχόν ἀντακατάστασίς του νά εἶναι δυσαναπλήρωτος. Καί δέν διαφωνεῖ κανείς ὅτι ἴσως εἶναι ἁγιαστική ἡ διακονία του στό Μετόχιο, ἀλλά ὄχι τόσο γιά τόν ἴδιο ὅσο γιά τούς ἄλλους Χριστιανούς.
Δέν θά ξεχάσω τούς στεναγμούς καί τίς σπαραξικάρδιες φωνές ὑπερηλίκου Γέροντος τῆς Μονῆς μας, ὁ ὁποῖος, ἀφ᾿ὅτου παρητήθη ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ Προϊσταμένου τῆς Μονῆς, ὅπου ὑπηρέτησεν ἐπί πενῆντα συναπτά ἔτη, μοῦ ἔλεγε συχνά μέ πόνο:
-Ἄχ, παιδί μου, τί ἔπαθα ἐγώ ὁ ταλαίπωρος.
-Τί ἔχεις, Γέροντα;
-Μέ κατέστρεψε τό Προϊσταμενίκι.
-Γιατί τό λέγεις αὐτό; Ἀφοῦ ὑπηρέτησες τό μοναστήρι ἐπί τόσα χρόνια. Προσέφερες μεγάλες ὑπηρεσίες στήν Μονή.
-Δέν ξέρω ἄν προσέφερα, ἀλλά ἕνα πρᾶγμα ξέρω ὅτι δέν προσέφερα τίποτε στήν ὑπηρεσία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου.
Καί ἔκλαιγε μέ ἀναφυλλητά ὁ Γέροντας, διότι χωρίς νά τό ἀντιληφθῆ πέρασαν τό χρόνια μέ τό ἀξίωμα, ἀλλά δέν ἔμεινε χρόνος καί γιά τήν μετάνοια.
Γενικά ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος εἶναι πρᾶξις μαρτυρίου, ἰσοδύναμη, ἰσότιμη καί ἰσάξια μέ τό αἱματηρό μαρτύριο τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτό καί οἱ καλοί ὑποτακτικοί στεφανώνονται μέ τό στεφάνι τοῦ ἀναιμάκτου μαρτυρίου τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος. Γι᾿ αὐτό καί ἡ θέσις τῶν σεσωσμένων ὑποτακτικῶν θά εἶναι μεταξύ τῶν Οὐρανίων Ἀγγέλων, τῶν ὁποίων ἠγωνίσθησαν νά μιμηθοῦν τόν βίον καί τήν ἀρετήν.
Ὅταν κάποτε ἐπῆγαν στόν Μέγα Ἀντώνιο τέσσαρεις ἄνθρωποι, ὁ καθένας τοῦ εἶπε τόν προσωπικό του ἀγῶνα. Ὁ πρῶτος ἀσχολεῖτο μέ τούς πτωχούς, ὁ δεύτερος μέ τούς ἀσθενεῖς, ὁ τρίτος ἀσκητής στήν ἔρημο καί ὁ τέταρτος ὑποτακτικός Γέροντος. Τόν ἐρώτησαν ποιός περισσότερο εὐαρεστεῖ τόν Θεό καί ἔλαβαν τήν ἀπάντησι ὅτι τόν εὐαρεστεῖ ὁ τελευταῖος, ὁ ὁποῖος κάνει τό θέλημα τοῦ ἄλλου καί μισεῖ τό ἰδικό του.
Ἠμποροῦμε νά δηλώσουμε ἐδῶ ἀνεπιφυλάκτως ὅτι ἡ πεμπτουσία τῆς ζωῆς τοῦ ὀρθοδόξου μοναχοῦ εἶναι ἡ συνεχής ἐκκοπή τοῦ θελήματός του. Ἐάν δέν ἀποδυθῆ μέ ἐνθουσιασμό σ᾿ αὐτόν τόν ἀγῶνα, καθυστερεῖ νά λάβη τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος καί ὁ ἁγιασμός του θά παραμείνη μακρύς καί ἀνεκπλήρωτος εὐσεβής πόθος.
Στήν ἐργασία αὐτή τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος δέν πρέπει νά λειτουργῆ ὁ νοῦς τοῦ μοναχοῦ, διότι δέν θά ἀποδέχεται τό θέλημα τοῦ Γέροντός του σάν θεία ἐντολή. Μάλιστα ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος γιά ἐπουσιώδη καί καθημερινά πράγματα θεωρεῖται περιττή ἀπό τόν ὀρθολογιστή μοναχό, ὁ ὁποῖος δέν διστάζει νά χρησιμοποιήση τήν λογική του γιά νά παρουσιάση τίς χαμένες ἱκανότητές του...
Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶναι μαρτυρική, ἐνίοτε καί ἀκατανόητη ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος στόν μοναχό ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι προικισμένος ἀπό τήν φύσι του μέ πολλά χαρίσματα, τά ὁποῖα καί ἐπηύξησε λόγῳ τῶν μορφωτικῶν του ἱκανοτήτων. Ὅμως, ἐάν δέν περάση κανείς ἀπ᾿ αὐτόν τόν "ὁδοστρωτῆρα", δέν θά ἀναδειχθῆ νέος, καινός ἄνθρωπος, κατά Θεόν πλασμένος καί χαριτωμένος.
Ἠμποροῦμε, σύμφωνα μέ τόν τίτλο τοῦ ἄρθρου νά συνοψίσουμε ὡς ἑξῆς τούς καρπούς τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος ἑνός χάριτι Χριστοῦ ὑποτεταγμένου μοναχοῦ.
Κατ᾿ ἀρχήν ὁ ὑπάκουος μοναχός ἔχει ταυτίσει στήν συνείδησί του τίς δύο μεγάλες ἀρετές: Ὑπακοή καί ἐκκοπή θελήματος. Σάν ἀποτέλεσμα τούτων ἀκολουθεῖ ἡ ἐσωτερική χαρά τῆς ψυχῆς καί ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν. Ἡ συνεχής ἐφαρμογή τῶν δύο τούτων ἀρετῶν τοῦ ἐπαυξάνει μέσα του τήν ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντά του καί τήν ἀπιστία στόν ἑαυτό του. Κατόπιν, προσπαθεῖ νά κάνη βίωμά του τόν λογισμό ὅτι ὁ λόγος τοῦ Γέροντά του εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Γέροντάς του εὑρίσκεται εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ καί διακονεῖ μετά φόβου καί τρόμου τήν ἰδική του σωτηρία.
Ὁ ὑπάκουος μοναχός εἶναι, κατά τούς Πατέρας, ὑψιπέτης ἀετός. Δέν ἠμπορεῖ οὔτε νά τόν ἐνοχλήση, οὔτε νά τόν πλησιάση ὁ διάβολος. Παραμένει ἀτραυμάτιστος καί ἀπυρόβλητος ἀπό τίς σαΐτες τοῦ νοητοῦ δράκοντος, διότι ἐμποδίζεται ἀπό τήν προστασία, τήν ὁποία τοῦ παρέχει ἡ Θεία Χάρις της ὑπακοῆς στόν Θεό, μέσῳ τοῦ Γέροντός του.
Ὁ θυσιάζων τό θέλημά του μοιναχός χάριν τοῦ θείου θελήματος γίνεται μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. Ἔτσι, ἀνερχόμενος ὁ μοναχός καθημερινά στόν σταυρό τῆς ὑπακοῆς καί ἐκκοπῆς, ὁδηγεῖται στήν ἀνάστασι τῆς ψυχῆς του, διά τῆς σταδιακῆς ἀπελευθερώσεώς του ἀπό τά πάθη καί τούς κακούς λογισμούς.
Ὁ Χριστός πολύ χαίρεται ἀπ᾿ αὐτή τήν θυσία τοῦ μοναχοῦ, γι᾿ αὐτό καί τόν ἐπισκέπτεται συχνά μέ ἄφθονα δάκρυα μετανοίας, ἀγάπης καί χαρᾶς. Μέ τά δάκρυα αὐτά ὁ μοναχός κτίζει γρήγορα καί σταθερά ἐπάνω στόν ἀσάλευτο πύργο τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ τό ἰδικό του πνευματικό οἰκοδόμημα τῶν ἀρετῶν. Τοῦτο, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἔχει βάσι τήν ταπείνωσι, τείχη τήν ὑπομονή καί στέγη τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Ἕνας τέτοιος μοναχός προοδεύει γρήγορα σ᾿ ὅλες τίς ἀρετές. Οἱ συνεχεῖς ἐξουδενώσεις, ὁ κατ᾿ ἄνθρωπον περιορισμός τῆς ἁμαρτωλῆς ἐλευθερίας του, ἡ ἀπέραντος καί μακρόθυμος ὑπομονή του τόν ἀναδεικνύουν γρήγορα δοχεῖον τῶν Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔκτοτε βιώνει μέσα του ἔντονα τήν παρουσία τῆς ἁγίας ταπεινώσεως, ἡ ὁποία τοῦ παρέχει παρρησία στήν προσευχή, δάκρυα μετανοίας καί χαρᾶς, ἀγάπη ἀνυπόκριτη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους καί διάθεσι θυσίας, ἀκόμη καί αἱματηροῦ μαρτυρίου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἐκκοπή θελήματος κόπτει ἀπό τήν ρίζα τά φθοροποιά πάθη σαρκός καί πνεύματος, ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο στήν εὐθεῖα ὁδό τοῦ Κυρίου, στήν Ὁδό τῶν Ἁγίων καί τόν καθιστᾶ φίλον τοῦ Χριστοῦ καί ὅλων τῶν Ἀγγελικῶν ταγμάτων.
Μόνον ὅσοι φοβοῦνται νά κόψουν τά θελήματά τους, μένουν ἄμοιροι τέτοιων θείων δωρεῶν, τῶν ὁποίων δέν ἐξαντλεῖται ἡ ποσότης καί ἡ ποιότης τῆς ἀξίας τους. Ὅμως ποτέ δέν εἶναι ἀργά, ἐφ᾿ ὅσον ὁ παρών βίος εἶναι στάδιον πνευματικῶν ἀγώνων, νά ἀρχίσωμεν οἱ πάντες τό ἔνδοξο καί νικηφόρο τοῦτο ἀγώνισμα. Εἶναι σίγουρο ὅτι θά βιώσουμε τέτοιου εἴδους ἐμπειρίες γιά τίς ὁποῖες δέν θά ἠμποροῦμε ἐπαξίως νά ἐκφράσουμε τίς θερμές εὐχαριστίες μας πρός Πανάγαθο καί Φιλάνθρωπον Θεό μας.
Καί ὄχι μόνον οἱ μοναχοί, ἀλλά καί οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, θά πρέπει νά ἔχουν τόν Γέροντά τους καί νά κόπτουν ἐνώπιόν του τά ἰδικά τους θελήματα. Θά ἔλεγα καί οἱ παντρεμμένοι, νά κόπτουν τά θελήματά τους ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν (στήν) σύζυγό του καί γρήγορα θά διαπιστώνουν ὅτι οἱ σχέσεις πλέον μεταξύ τους γίνονται φιλικώτερες, εἰρηνικώτερες καί βιώσιμες γιά τήν κοινή ἀντιμετώπισι τῶν πολλῶν τους προβλημάτων.
Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος εἶναι ἐκκοπή ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τό πάθος, ἀπό τόν κακό λογισμό. Εἶναι ἐλευθερία καί σωτηρία τῆς ψυχῆς πρό τοῦ θανάτου τοῦ σώματος. Εἶναι εἴσοδος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Εἶναι ἀπόθεσις τῆς ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας μας στό χέρια τοῦ Γέροντός μας καί ἀναμφίβολη ἡ εἴσοδός μας στήν χαρά τοῦ Παραδείσου.
Τελειώνω μέ τό ἑξῆς θαυμαστό περιστατικό πού συνέβη σέ μιά σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄγγελος Κυρίου ἐπισκέφθηκε μία ἡμέρα τόν νεαρό ὑποτακτικό κάποιου Γέροντος καί τοῦ εἶπε:
-Ἑτοιμάσου ἦλθα νά σέ πάρω.
-Ποιός εἶσαι καί ποῦ θέλεις νά πᾶμε;
-Ἦλθα νά σέ πάρω στόν Παράδεισο.
-Περίμενε νά ρωτήσω τόν Γέροντά μου.
Ὁ Ἄγγελος ἐγέλασε....ἀλλά τοῦ εἶπε: Πήγαινε...
-Γέροντα, ἦλθε ὁ Ἄγγελός μου καί μέ ζήτησε γιά τόν Παράδεισο, ἔχω τήν εὐλογία σου;
-Πές του, παιδί μου, νά μέ πάρη καί μένα μαζί σου.
Μετέφερε ὁ καλός ὑποτακτικός τό μήνυμα τοῦ Γέροντός του στόν Ἄγγελο καί Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
-Ὄχι ἀκόμη. Δέν εἶναι ἕτοιμος.
Τό συμπέρασμα εἶναι καταφανές. Ὁ ὑποτακτικός ἦτο ἕτοιμος γιά τόν Παράδεισο, ἀλλά ὄχι ἀκόμη καί ὁ Γέροντάς του.
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
5η Σεπτεμβρίου 2004