Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος...

logos.arnion.gr

Ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦˆ π. Κοσμᾶ στήν Μονή τῆς Μετανοίας του, τήν τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.

    Θεωρῶ καύχημα ἐν Κυρίῳ καί τιμή  τό γεγονός ὅτι ἕνας ἀπό τούς ἐσχάτους ἱεραποστόλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦˆ Χριστοῦˆ μας ἦτο μοναχός ‘Αγιορείτης. Ὡς γνωστόν, ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή τοῦˆ Ὁσίου Γρηγορίου εὐτύχησε νά τόν ἐγγράψη στούς μοναχικούς καταλόγους της καί νά τόν συγκαταριθμήση στήν ’Αδελφότητά της ἀπό τό φθινόπωρο τοˆ ἔτους 1977.

Ἐγνώριζε ὁ Γέροντάς του καί Καθηγούμενος τῆς Μονῆς μας Ἀρχιμ. π. Γεώργιος ὅτι τό πρόγραμμα τοῦˆ νεαροῦˆ τότε Ἰωάννου Ἀσλανίδου ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ἦτο μοναχισμός καί ἱεραποστολή. Παρότι ὁ ἁγιορείτικος μοναχισμός εἶναι περισσότερο ἡσυχαστικός, γιά τόν νεαρό ’Ιωάννη, μετά καί ἀπό προτάσεις διακεκριμένων καί φωτισμένων μακαριστῶν τώρα Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ἐγένετο δεκτή ἡ ἐπιθυμία του καί ἡ ἐπ᾿ ὀλίγον διάστημα παραμονή του στήν Μονή.
    Μετά ἀπό ἕνα χρόνο σχετικῆς πνευματικῆς προετοιμασίας του γενόμενος κληρικός, ἀνεχώρησε γιά τήν Ἀφρική, τήν ὁποία ἐγνώριζε ἀπό παλαιότερα. Ἐπί 15 μῆνες ἦτο ὁ ἀποκλειστικός συνεργάτης τοῦˆ τότε ἱεραποστόλου ἱερομ. π. Ἀμφιλοχίου Τσούκου. (νῦν μητροπολίτου Νέας Ζηλανδίας). Στό διάστημα αὐτό πού ξεκίνησε ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦˆ 1975 ἵδρυσε μέ τό οἰκοδομικό του συνεργεῖο <Ἀστραπή>  9 ἐκκλησίες καί ἀπέσπασε τόν θαυμασμό καί τήν ἔκπληξι τῶν ἄλλων ἐντοπίων θρησκευτικῶν Κοινοτήτων.
    Ἀπό τότε ἐρχόταν μιά φορά στά δύο τρία χρόνια στήν Ἑλλάδα καί στό Ἅγιον Ὄρος γιά περισυλλογή καί ἀγορά ἀναγκαίων πραγμάτων. Ἐνῶ μέ τόν Γέροντά μας διατηροῦσε στενή ἐπικοινωνία διά ἀλληλογραφίας καί τόν ἐνημέρωνε γιά τήν πορεία τοῦˆ ἔργου του.
    Τό καλοκαίρι τοῦˆ ἔτους 1988 ἦτο γι᾿ αὐτόν, σύμφωνα μέ τίς ἀνεξιχνίαστες βουλές τοῦˆ Θεοῦˆ καί τό τελευταῖο τῆς ἐπιγείου  ζωῆς του. Τό ζωηρό ἐνδιαφέρον μου γιά τά κατορθώματά του μ᾿ ἔφερνε συχνά στό κελλί του. Ἤθελα νά τόν βλέπω, νά τόν ἀκούω διηγούμενον, νά τόν ἐρωτῶ καί ν᾿ ἀπολαμβάνω τίς ὡραῖες  ἐμπειρίες του, ἀλλά καί νά τρομάζω μπροστά στίς ἐπικίνδυνες περιπέτειές του.
    Κάποια ἡμέρα μοῦˆ εἶπε: «Πρέπει νά γράψω κάτι γιά τό ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς διότι οἱ ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν τίς δυσκολίες τοῦˆ ἔργου καί τόν τρόπο διεξαγωῆς του». Καθημερινά ἔγραφε. Κάποτε ἐτελείωσε τήν συγγραφή. Ἄλλος Aδελφός τήν διώρθωσε καί σέ λίγο καιρό κυκλοφόρησε μικρό βιβλίο μέ τίτλο: <Σκέψεις γιά τήν Ἱεραποστολή μέσα ἀπό τήν πρᾶξι».  Ἄλλοτε μοῦˆ ἐπρότεινε: «Πρέπει νά γράψης τό ἡμερολόγιό μου. Μέ συνέχει ὁ πόθος διαδόσεως τῆς ἱεραποστολικῆς ἰδέας».
    Συχνά τόν εὕρισκα ξαπλωμένον στό κρεββάτι νά τραβᾶ κομποσχοίνι. Μοῦˆ ἔλεγε: «Ὑποφέρω ἀπό ἰσχυρούς πονοκεφάλους, λόγῳ ἡλιάσεως. Τό κλῖμα τῆς Ἀφρικῆς εἶναι βαρύ γιά τόν εὐρωπαrο. Ἡ ἑλονοσία εἶναι μόνιμη κατάστασις σέ Šὑπολανθάνουσα μορφή. Οἱ δυνάμεις μου ἐξαντλήθηκαν. Δέν ἔχω κουράγιο νά κατέβω οὔτε στήν παραλία. Κι ὅμως τό ἔργο πρέπει νά συνεχισθῆ μέ ὅσες δυνάμεις ἀκόμη διαθέτω».
    Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες, κι ἀφοῦˆ ἐξωμολογήθηκε στόν Γέροντά μας, ἄρχισε νά λειτορυγῆ σχεδόν καθημερινά. Μετά τίς Ἀκολουθίες εἶχε ἐπικεντρώσει τό ἐνδιαφέρο του στήν ἐκμάθησι τῶν τυπικῶν τῶν Ἀκολουθιῶν, ἀκόμη καί στίς λεπτομέρειές τους. Ἤθελε νά κατεβάση τό Ἅγιο Ὄρος στήν Ἀφρική. Ἐπιθυμοῦσε νά μεταδώση κάτι ἀπό τήν παράδοσι, τήν πνευματικότητα, τό ἦθος καί τήν ζωή τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων καί στούς ἀγαπημένους του ἰθαγενεῖς Ἀδελφούς. Δέν ἔχει τόση σημασία τί κατώρθωσε στήν προσπάθειά του αὐτή. Μετά τήν ἀδόκητη ἀναχώρησί του ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο, ὁ διάδοχός του Ἀρχιμ. π. Μελέτιος μᾶς ἔλεγε στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐκεῖ διακονίας του: «Εἶναι μεγάλο τό ἔργο τοῦˆ παπᾶ Κοσμᾶ στήν Ἀφρική. Ὅλα τά ἁγιορείτικα τυπικά τά βρῆκα κάτω. Οἱ Χριστιανοί μέ τά κομποσχοίνια τους στό χέρι. Μέσα στήν ἐκκλησία ψάλλουν ὅλοι μαζί μέ προεξάρχουσα τήν χορωδία τῶν ἀγοριῶν. Κανείς δέν θά κοινωνήση ἐάν πρῶτα δέν ἐξομολογηθῆ. Κρατοῦν τίς νηστεῖες Τετάρτης καί Παρασκευῆς. Ἐπιτελοῦν καθημερινά τίς Ἀκολουθίες Ὄρθρου, Ἑσπερινοˆ καί Μικροῦˆ Ἀποδείπνου. Τίς Κυριακές οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ξεπερνοῦν τούς 400.
    Ὁ π. Κοσμᾶς ζοῦσε καί ἐνεργοῦσε ὡς ἕνας ἀληθινός πνευματικός καί σαρκικός τους πατέρας. Μεριμνοῦσε ἀκατάπαυστα γιά ὅλα τά ἔργα τῆς ἱεραποστολῆς. Συντηροῦσε δύο οἰκοτροφεῖα ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν καί παρεῖχε ὅλα τά χρειώδη γιά τήν διατροφή, διαμονή καί σπουδή ὅλων αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Εὐελπιστοῦσε ὅτι μελλοντικά ἀπ᾿ αὐτά τά παιδιά θά βγάλη τούς συνεργάτες του, ἱερεῖς καί κατηχητές, γεωπόνους καί νοσοκόμους, δασκάλους καί τεχνικούς.
    Τούς εἶχε βαπτίσει ὁ ἴδιος καί ἀγρυπνοῦσε γιά τό λογικό του ποίμνιο. Τήν ἐποχή τῶν βροχῶν ἀπό Ἀπρίλιο μέχρι Ὀκτώβριο œὤργωνε τά χωριά τῆς περιοχῆς Κατάγκα γιά τό ποιμαντικό του ἔργο. ’Ἐνῶ τήν ἄλλη περίοδο τῶν βροχῶν ἐπισκεπτόταν συνήθως τίς κωμοπόλεις, ὅπου Šὑπῆρχαν βαπτιστήρια γιά βαπτίσεις καί τά ἄλλα Μυστήρια. Τίς τελευταῖες βαπτίσεις ἔκαμε τά Θεοφάνεια τοῦˆ ἔτους 1989 στόν Ἅγιο Γεώργιο τοῦˆ Κολουέζι. Τότε ἐβάπτισε 300 ἰθαγενεrς καί ἐτέλεσε 24 γάμους.
    Ἀψηφοῦσε τούς κινδύνους καί τήν πᾶσα ἐλπίδα του εἶχε ἐναποθέσει στήν πρόνοια τοῦˆ Χριστοῦ. Σέ μιά ἐπιστολή του ἔγραφε: Δέν μέ νοιάζει ἐάν μέ σκοτώσουν, ἀλλά λυποῦμαι γι᾿ αὐτό τό ἔργο πού ἐμόχθησα μήπως δέν εὑρεθοῦν ἄνθρωποι νά τό συνεχίσουν καί καταστραφῆ».
    Εἶχε πάντοτε τήν αἴσθησι ὅτι ἦτο  ἕνας ταπεινός Ἀπόστολος τοῦˆ Χριστοῦˆ ὄχι μόνο γιά τούς ὀρθοδόξους, ἀλλά γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα ἀπό φυλές καί θρησκεῖες. Γι᾿ αὐτό συχνά σταματοῦσε στούς δρόμους νά ἐπισκευάση ἄλλων αὐτοκίνητα, νά τραβήξη μέ τό συρματόσχοινο τά καρότσια τῶν χωρικῶν πού τά τραβοῦσαν φορτωμένα κάρβουνα μέ τά χέρια πηγαίνοντας στήν πόλι. Ἄλλοτε εὕρισκε στούς δρόμους πεσμένους ἀπό τήν πεῖνα ἤ τίς ἀρρώστειες Aδελφούς καί τούς ἐπήγαινε στό ἰατρεῖο τῆς ἱεραποστολῆς καί μετά στό νοσοκομεῖο. Δέν ἔκανε οἰκονομία δυνάμεων.
    Τί νά πρωτοδιηγηθῆ κανείς γιά τήν ἀνοικοδόμησι τῶν ἐκκλησιῶν, τήν ὀργάνωσι καί ἐκμάθησι τῶν συνεργείων του, τά οἰκοτροφεῖα, τήν  ἀνεξάντλητη φιλανθρωπία του, τήν ἵδρυσι ἁγιογραφείου, ξυλουργείου, σιδηρουργείου, τίς γεωργικές του καλλιέργειες, τίς δενδροφυτεῖες του, τό ζωοτροφεῖο καί τόσα ἄλλα; Ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον.
    Ἦλθε ὅμως ἡ žὥρα, τήν ὁποία εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός, ὁ ἀκαταμάχητος καί ἀκούραστος αὐτός ἐργάτης τοῦˆ Εὐαγγελίου νά μεταβῆ εἰς τά οὐράνια σκηνώματα. Μόνο ἐκεῖ ἦτο δυνατόν νά ξεκουρασθῆ. Τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του λειτούργησε τό πρωΐ στόν ναό τοῦˆ Εὐαγγελισμοῦˆ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἐλληνικῆς Κοινότητος Λουμπουμπάσι. Γιά πρώτη φορά ὡμιλοῦσε στούς Ἔλληνες Χριστιανούς μας περί μετανοίας μέ τά μάτια του βουρκωμένα. Τούς Šὑπενθύμισε τό μυστήριο τοῦˆ θανάτου καί ὅτι γιά ὅλους θά πρέπει ἀπό ἐδῶ νά ἀνατείλη ἡ χαρά τῆς ἀνεσπέρου ἡμέρας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Κύριος εἶχε ἤδη προετοιμάση τό σχέδιό του γιά τήν δική του αἰώνιο ἀνάπαυσι ἐκείνη τήν βραδυά τῆς 27ης Ἰανουαρίου 1989. Μετά τήν πλαγιομετωπική σύγκρουσι μέ φορτηγό αὐτοκίνητο διερχόμενο ἀπό τήν ἀντίθετη κατεύθυνσι, ἔπεσε κάτω. Πρόλαβε καί εἶπε μόνο τά ἑξῆς λόγια στόν βοηθό του ἰθαγενῆ Μωϋςῆ: «Τά  δύο μπουκάλια ἔχουν Ἅγιο Μῦρο. Τά χρήματα εἶναι κάτω ἀπό τό κάθισμά μου. Νά τά δώσετε στήν Ἱεραποστολή. Καλή ἀντάμωσι». Χωρίς κάποιο ἐξωτερικό θανάσιμο τραῦμα ὁ θάνατός του ἦλθε ἀκαριαίως ἀπό συγκοπή καρδίας.
    Λυπούμεθα ὡς ἄνθρωποι γιά τόν πρόωρο θάνατο τοῦˆ παραδελφοῦˆ μας παπᾶ Κοσμᾶ ὁ ὁποῖος ἀντήλλαξε τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια στήν ἡλικία τῶν 47 μόλις ἐτῶν. Στό βάθος ὅμως τῆς ψυχῆς μας ἔχουμε μιά πνευματική χαρά διότι ὁ μακαριστός Ἀδελφός μας ἐνίκησε τόν κοσμοκράτορα καί ἀναπαύθηκε στούς κόλπους τοῦˆ Θεοῦ.
    Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό διότι τόν ἐξέλεξε καί τόν ἔστειλε γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν Ἐθνῶν. Εὐχαριστοῦμε τούς εὐσεβεrς γονεῖς του πού τόν ἀνέθρεψαν ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου καί παντοιοτρόπως τόν ἐβοήθησαν στό ἔργο του. Εὐχαριστοῦμε καί τόν π. Κοσμᾶ διότι μέ τούς φλογερούς του ἀγῶνες ἐπεξέτεινε τά ὅρια τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ὀρθοδοξίας μας μέχρι τήν Κεντρική Ἀφρική. Μέ τό ἐκκλησιαστικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό καί ποιμαντικό του ἔργο ἐτίμησε τήν Πατρίδα καί τήν Ἐκκλησία μας. Εἴθε νά φωτίση ὁ Θεός κι ἄλλους Aδελφούς στό θεάρεστο αὐτό ἔργο τῆς σωτηρίας Ψυχῶν ἁπανταχοῦˆ τῆς γῆς. Τό θυσιαστικό καί πρωτοπορειακό ἔργο τοῦˆ π. Κοσμᾶ θά πρέπει νά ἐνεργοποιήση ὄχι μόνο μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία τῆς Χώρας μας γιά νά μεταφυτευθοῦν καί ἀλλοῦˆ οἱ ρίζες τοῦˆ Ἑλληνοχριστιανικοῦˆ μας δένδρου, τοῦˆ ὁποίου τήν ἐπικαρπία ἐμεῖς γευόμεθα πρό δύο περίπου χιλιάδων χρόνων.

 

Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Αὐτή ἡ σύντομη ὁμιλία διαβάσθηκε ἀπό ἐμένα τόν μον. Δαμασκηνό, στό 40ήμερο μνημόσυνο τοῦ π. Κοσμᾶ, πού τελέσθηκε στό Μετόχιον τῆς Ἀναλήψεως τῆς «Ἱ. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Βύρωνος Ἀθηνῶν ἀπό τόν τότε μητροπολίτη Εἰρηνουπόλεως καί Κένυας κ. Ἀναστάσιοιν Γιαννουλᾶτον τόν Μάρτιον τοῦ 1989.

Ἀρνίον Ἑστηκὸς...

μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ